Η επικράτηση της φιλελεύθερης και της κομμουνιστικής ενάντια στο φασισμό μέσα από μία παγκόσμια πολεμική σύρραξη και η κατάρρευση της δεύτερης, το 1989, κατέδειξαν με τον πλέον σαφή τρόπο ότι αυτό που οι πολίτες της Ευρώπης απολαμβάνουν σήμερα ως αυτονόητη αλήθεια, τη δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες, δεν υπήρξε μια εξίσου αυτονόητη κατάκτηση.
Όπως, επίσης, η αναγεννημένη, μέσα από τις στάχτες του παγκοσμίου πολέμου, και ανανεωμένη ιδεολογικά και πολιτικά, με τη λήξη του «ψυχρού πολέμου», δημοκρατία της Δυτικής Ευρώπης, παρά τα σημαντικά επιτεύγματά της, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε πως κατάφερε να γράψει το τέλος της Ιστορίας.
Τουναντίον, οι εξελίξεις οι οποίες δρομολογήθηκαν με αιτία την παγκοσμιο-ποιούμενη οικονομία και με αφορμή την οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ προβληματίζουν τον κάθε νουνεχή πολίτη και του δημιουργούν ανησυχία όχι μόνο για την τύχη της δημοκρατίας στην ήπειρό μας αλλά και για την πορεία του πλανήτη στο σύνολό του.
Τουτέστιν, το BREXIT, η εκλογή Τραμπ, η άνοδος των λαϊκιστικών δυνάμεων σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και η συμπεριφορά ορισμένων πρώην ανατολικών χωρών (και όχι μόνο) σε ζητήματα όπως το προσφυγικό υπενθυμίζουν ότι ορισμένα φαντάσματα από το παρελθόν δεν μπήκαν στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας».
Ανησυχίες για τη προοπτική της Ευρώπης εξέφρασε και ο βετεράνος Γάλλος κεντροδεξιός πολιτικός Ζισκάρ Ντ Εσταίν σε πρόσφατη συνέντευξη: «Η Ευρώπη για να έχει μέλλον πρέπει να κάνει επανεκκίνηση, να κάνει μια νέα αρχή… Δεν διανοούμαι μια Ευρώπη χωρίς την Ιταλία και την Ελλάδα». Τόνισε μάλιστα την ανάγκη «η Γαλλία και η Γερμανία να βγουν μπροστά, μετά τις Γαλλικές Προεδρικές εκλογές, προκειμένου να δώσουν νέα κατεύθυνση στο ευρωπαϊκό όραμα».
Ωστόσο, παρά τις ανησυχίες, οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές χώρες επέδειξαν αξιοσημείωτη αντοχή τόσο απέναντι στη διεθνή οικονομική κρίση που ήλθε από τις ΗΠΑ όσο και στην αναχαίτιση των λαϊκιστικών αντιευρωπαϊκών δυνάμεων με πιο πρόσφατη την ήττα του Γκέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία.
Ένα από τα σημαντικά “ατού” για αυτή την ευρωπαϊκή δημοκρατική σταθερότητα αποτελεί η ύπαρξη εκτεταμένης μεσαίας τάξης, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της δημοκρατίας, σε συνδυασμό ασφαλώς με το ισχυρό κοινωνικό κράτος αλλά και το κράτος δικαίου όπως εμφανίζονται να λειτουργούν στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γερμανία, Γαλλία) αλλά και σε μικρότερες.
Άλλωστε αυτό επιβεβαιώνεται και από την Αριστοτελική “μεσότητα”, την ύπαρξη εν προκειμένω λογικών ορίων στον πλούτο και τη φτώχεια. Η ενίσχυση της μεσαίας τάξης σε συνδυασμό με την καλή λειτουργία της δικαιοσύνης προστατεύουν το πολίτευμα από την άμετρη (οικονομική) δύναμη η οποία, εν τέλει, υπονομεύει τον νόμο. Ή, αντιθέτως, η διάλυση της μεσαίας τάξης, η αποδυνάμωση του θεσμού της δικαιοσύνης και η ανάδειξη των τυχοδιωκτών ως κοινωνικών προτύπων συνιστούν την καλύτερη συνταγή για τη μετάβαση σε καταστάσεις βαρβαρότητας.
Ως εκ τούτων τα πλήγματα που δέχθηκε η μεσαία τάξη στη Βρετανία και στις ΗΠΑ εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και λόγω της εισβολής των νέων τεχνολογιών, που μείωσαν δραματικά τις θέσεις εργασίας, αποτελούν τις πιθανότερες αιτίες για την επικράτηση εκεί των δυνάμεων του ανορθολογισμού. Η συρρίκνωση αυτή της μεσαίας τάξης είναι που δημιούργησε το κατάλληλο υπόστρωμα και έκανε τον Ν. Τσόμσκι να προειδοποιήσει πριν από κάποια χρόνια ότι το πολιτικό κλίμα στις ΗΠΑ είναι έτοιμο για την άνοδο ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Η Ε.Ε., λοιπόν, παρά τις προβλέψεις που κάνουν κάποιες «κασσάνδρες», είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ξανασυναντηθεί κάποια στιγμή με τις ιδρυτικές της διακηρύξεις για τους ίδιους λόγους που την οδήγησαν σ’ αυτές. Διότι κάθε σκέψη για επάνοδο στις προπολεμικές δομές του 20ου αιώνα θα ισοδυναμούσε με αναβίωση των καταστροφικών εθνικών ανταγωνισμών. Γι΄ αυτό οι επικείμενες εκλογές στη Γαλλία και στη Γερμανία είναι μια καλή ευκαιρία για ανανέωση του ευρωπαϊκού οράματος όπως τόνισε και ο κ. Ντ Εσταίν.
Η Ελλάδα, υπό αυτές τις συνθήκες, αφήνοντας κατά μέρος τις σκέψεις για εσωστρεφή και μοναχική πορεία ή τις σκέψεις για αναζήτηση συμμάχων δίχως δημοκρατική παράδοση και χωρίς πίστη στις δημοκρατικές αξίες, είναι επιτακτική ανάγκη να συμμετέχει στην επικείμενη ευρωπαϊκή επανεκκίνηση. Διότι μόνο εκεί μπορεί να διατηρεί την διαδραστική επαφή με τα σύγχρονα ρεύματα σκέψης, να αναζητά και να προάγει την καινοτομία στην έρευνα και στην οικονομία, να βελτιώνει συνεχώς την λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και να υφίσταται ως εθνική οντότητα σε συνθήκες ασφάλειας.
Είναι απολύτως βέβαιο πως υπάρχουν στη χώρα μας δυνάμεις που επιδιώκουν με ειλικρίνεια την κατεύθυνση της προόδου της στο πλαίσιο της συμμετοχής της για τη συνδιαμόρφωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δυνάμεις που πιστεύουν ότι η Ελλάδα δεν είναι καταδικασμένη στην υστέρηση και στο να χρεοκοπεί ξανά και ξανά. Που θεωρούν ότι δεν είναι η μοίρα της να «εξορίζει» το πιο άλκιμο δυναμικό της και να κλείνει ιστορικούς κύκλους με εθνικές τραγωδίες.
Οι δυνάμεις αυτές (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές), όπως έδειξε η περίοδος μετά την επταετή δικτατορία, είναι εφικτό να συνεργασθούν και με σκληρή προσπάθεια να συμβάλλουν τόσο στην ισχυροποίηση της οικονομίας όσο και στην ανανέωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς.
Από τον Δημήτρη Νούλα
* Ο Δημήτρης Νούλας είναι Χημικός