Δύο ήταν τα βασικά προγνωστικά αυτής της επιστημονικής λεγεώνας. Πρώτον, ότι το εθνικό κράτος θα κατέρρεε μπροστά στην παγκοσμιοποίηση. Δεύτερον, ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα αποκτούσε οικουμενικό χαρακτήρα μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και το τέλος της σοβιετοκομμουνιστικής δικτατορίας. Αντί γι αυτά, βλέπουμε τις δύο μεγάλες δυνάμεις που μοιράστηκαν τον κόσμο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο να συγκροτούν σήμερα μια σατανική συμμαχία για να κάνουν μια νέα μοιρασιά, κτίζοντας τείχη στα σύνορά τους.
Το ότι η μεγάλη συμμαχία του μέλλοντος θα έχει επικεφαλής το δίδυμο Πούτιν-Τραμπ, με την Κίνα να υπερασπίζεται το ελεύθερο εμπόριο, είναι κάτι που ούτε οι πιο ριζοσπάστες αντικαπιταλιστές δεν θα μπορούσαν να φανταστούν. Θα χρειαζόμασταν έναν Λένιν, ειδικό σε άλλου τύπου προβλέψεις, για να μας εξηγήσει ποιο στάδιο της εξέλιξης του καπιταλισμού είναι αυτό στο οποίο εισερχόμαστε με υπερηχητική ταχύτητα.
Μια δεύτερη απόδειξη ότι το εθνικό κράτος κάθε άλλο παρά καταρρέει είναι η μανία που έχει καταλάβει όλο τον κόσμο να οικοδομήσει ο καθένας το δικό του κράτος. Η, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επρόκειτο να είναι ένα υπερεθνικό πολιτικό σύστημα, το πάθος με το οποίο τόσοι ή μάλλον τόσες πολιτικοί έχουν βαλθεί να μετατρέψουν αυτό το όνειρο σε εφιάλτη. Η Τερέζα Μέι στο άλλοτε Ηνωμένο Βασίλειο και η Μαρίν Λεπέν στην άλλοτε πατρίδα όλων των πατρίδων, πολύ εθνικίστριες, πολύ πατριώτισσες, είναι πεισμένες ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι τίποτα άλλο από ένα οικοδόμημα που πρέπει να γκρεμιστεί.
Όσο για τον οικουμενικό χαρακτήρα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, διαψεύδεται κι αυτός. Το τρίτο κύμα του εκδημοκρατισμού, που σύμφωνα με τον Χάντινγκτον σάρωνε τον κόσμο στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, πέθανε στις παραλίες του 21ου αιώνα. Η ευφορία με την οποία το Journal of Democracy ανήγγελλε τον Ιανουάριο του 2000 ότι οι αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες ξεπέρασαν τις 100, έναντι μόλις 36 το 1974, και ότι κατόπιν αυτού ο Τοκβίλ είχε νικήσει τον Μαρξ τώρα είμαστε όλοι τοκβιλιστές, έγραψαν μετατράπηκε μέσα σε μια πενταετία σε αβεβαιότητα: αρκετές από τις ανακηρυχθείσες νέες δημοκρατίας αποδείχθηκε ότι ήταν ανελεύθερες, αφού συνδύαζαν τις εκλογές με δραστικές μειώσεις των ατομικών δικαιωμάτων. Κι έτσι αποδείχθηκε ότι η πραγματοποίηση εκλογών δεν συνιστά πάντα απόδειξη της ύπαρξης της δημοκρατίας αφού η τελευταία προϋποθέτει τη διάκριση και την ισορροπία των εξουσιών.
Φαίνεται τελικά πως το περίφημο τρίλημμα του Ντάνι Ρόντρικ ότι πρέπει να διαλέξουμε δύο από τα τρία: δημοκρατία, εθνικό κράτος, παγκοσμιοποίηση είναι κάτι παραπάνω από ένα κλισέ για τις αίθουσες διδασκαλίας των αγγλόφωνων πανεπιστημίων. Και ότι πρέπει πράγματι να κάνουμε αυτή την περίφημη επιλογή. Αυτό που δεν περιέλαβε ο Ρόντρικ στο τρίλημμά του είναι ότι η επιλογή του εθνικού κράτους στη σημερινή εποχή προϋποθέτει ένα ΟΧΙ στην παγκοσμιοποίηση και ταυτόχρονα ένα ΟΧΙ στη δημοκρατία. Για να το πούμε διαφορετικά: όπως συνέβη και τη δεκαετία του '30, η άνοδος των εθνικισμών οδηγεί στο τέλος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως μορφής του εθνικού κράτους και στο τέλος της ελεύθερης αγοράς ως μορφής της καπιταλιστικής οικονομίας.
Σε τελευταία ανάλυση, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι ήταν αυτό που αποκαλούμε σήμερα εκλεγμένοι μονάρχες. Κι αυτό που έκαναν στα κράτη τους ήταν να τα μετατρέψουν από φιλελεύθερες δημοκρατίες συστήματα που τους έφεραν στην εξουσία σε προστατευτικές μοναρχίες. Ενώ οι Βρετανοί υποστήριζαν μέχρι την τελευταία στιγμή ότι είναι δυνατές οι συμφωνίες μαζί τους για τις σφαίρες επιρροής, ότι είναι δυνατός ο «κατευνασμός» τους.
Ο Πούτιν και ο Τραμπ δεν είναι Χίτλερ και Μουσολίνι, σύμφωνοι (αν και η Τερέζα Μέι έχει κάτι από Τσάμπερλεν). Ούτε η Ρωσία και οι ΗΠΑ είναι σήμερα αυτό που ήταν η Γερμανία και η Ιταλία τις δεκαετίες του 20 και του 30. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το κύμα που οδήγησε δύο φορές την ανθρωπότητα στην καταστροφή των δύο μεγάλων πολέμων δεν είναι ανάλογο με το κύμα που έφερε στην εξουσία αυτούς τους δύο εκλεγμένους μονάρχες. Το κύμα αυτό έχει όνομα: λέγεται εθνικισμός, και κανείς δεν μπόρεσε να προβλέψει την τρομερή καταστροφική του δύναμη ως τη στιγμή που τέθηκε σε κίνηση.
(Πηγή: El Pais)
Του Σάντος Χουλιά(*)
(*) Ο Σάντος Χουλιά είναι ισπανός ιστορικός