Η γεωργία και οι γεωργοί μας βρίσκονται σε έναν κυκεώνα, σε ένα μεγάλο λαβύρινθο. Από τη μία υπάρχει η πλημμύρα της πληροφόρησης, οι καταπληκτικές τεχνολογίες, ο πλούτος καινοτομιών από νέες καλλιέργειες μέχρι συστήματα διαχείρισης και εμπορίας. Από την άλλη είναι στριμωγμένοι σε ένα ανελέητο ανταγωνισμό τιμών, διαχείρισης και διάθεσης των προϊόντων στην αγορά.
Κάποιοι, λίγοι βέβαια, τα καταφέρνουν, προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες και βρίσκουν τη διέξοδο, βρίσκουν την κατεύθυνση και τα μεν προϊόντα τους «περπατάν» στην αγορά, οι δε επιχειρήσεις τους λειτουργούν σε ένα κλίμα ασφάλειας και προοπτικής. Κοινά χαρακτηριστικά αυτών των επιτυχημένων προσπαθειών είναι ότι
α) στρέφονται κυρίως στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων
β) η διάθεσή των προϊόντων τους γίνεται κατευθείαν στους καταναλωτές, είτε με προσωπικό-οικογενειακό δίκτυο διανομής είτε με δίκτυο διανομής της ομάδας ή του συνεταιρισμού όπου είναι οργανωμένοι. Αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν την αισιόδοξη πλευρά της γεωργίας και θα πρέπει να αποτελέσουν φωτεινά παραδείγματα προς μίμηση.
Οι περισσότεροι όμως αδυνατούν να προσανατολισθούν και να βρουν το δρόμο τους. Τις αδυναμίες και τα αδιέξοδα στα προϊόντα τους, τα «φορτώνουν» στο κράτος που δεν ρυθμίζει τις τιμές των προϊόντων, ή τελευταία στη φορολόγηση και στο ασφαλιστικό. Όχι βέβαια ότι αυτά δεν παίζουν το ρόλο τους, αντίθετα, επηρεάζουν και πολύ μάλιστα, την αγροτική οικονομία. Όμως είναι άλλο οι αγρότες ως επαγγελματική τάξη, με τα δικαιώματά τους και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος, με τους αγώνες τους και με τις διεκδικήσεις τους για το φορολογικό, το ασφαλιστικό, τις πληρωμές των επιδοτήσεων, ακόμα και το ύψος των επιδοτήσεων καθώς και για τα κόστη παραγωγής που προέρχονται από τον ΦΠΑ και την ενέργεια. Και άλλο ο γεωργικός τομέας, η γεωργία, που πρέπει να λειτουργεί με τους κανόνες της παραγωγής, της αγοράς και της οικονομίας.
Επομένως, οι αγρότες, μετά από τις κινητοποιήσεις και τους αγώνες τους, θα βρεθούν και πάλι αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα των μεγάλων και χρόνιων προβλημάτων της γεωργίας. Μετά τις κινητοποιήσεις και άσχετα αν, τι και πόσα κέρδισαν, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τους παράγοντες που επηρεάζουν άμεσα και καθοριστικά την πραγματική ανάπτυξη της γεωργίας που είναι:
* Το υψηλό κόστος παραγωγής που έχει ως συνέπεια να βγαίνουν τα προϊόντα μας με υψηλότερη τιμή σε σχέση με τα ξένα τόσο στις αγορές του εξωτερικού όσο και στη δική μας αγορά. Κόστος που οφείλεται στο μεγάλο κόστος της ενέργειας, του ενοικίου, των γεωργικών εφοδίων, του μηχανολογικού εξοπλισμού, των κτισμάτων και του αρδευτικού νερού.
* Η παραγωγή προϊόντων, με τη μεγαλύτερη δυνατή προστιθέμενη αξία, με κανόνες ποιότητας, υγιεινής, εμφάνισης, συσκευασίας, ομοιομορφίας, ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς ή στις ανάγκες ή στις επιθυμίες των καταναλωτών. Στοιχεία που, μαζί με το κόστος, θα καταστήσουν τα προϊόντα ανταγωνιστικά έναντι άλλων ομοειδών.
* Το μέγεθος και η ισχύς της γεωργικής παραγωγής, χαρακτηριστικά που για τη δική μας γεωργία θα διαμορφωθούν μέσα από συλλογικές μορφές οργάνωσης και παρουσίας στην αγορά.
Σε αυτούς τους παράγοντες θα πρέπει να εστιάσουν και να τους αντιμετωπίσουν με υπευθυνότητα
Όσο η γεωργία μας δεν βρίσκει το δρόμο της πραγματικής ανάπτυξης και της αγοράς, τα ελληνικά προϊόντα δεν θα πουλιούνται. Θα μένουν στο χωράφι ή στις αποθήκες ή θα πουλιόνται σε τιμές κόστους ή και κάτω του κόστους. Το εμπόριο εξακολουθεί και θα εξακολουθεί και στο μέλλον να λειτουργεί, να τροφοδοτεί την αγορά και φυσικά να κερδίζει, αλλά με ξένα προϊόντα και ελάχιστα ελληνικά. Οι αγρότες θα εξακολουθήσουν να ξοδεύουν αλλά να μην εισπράττουν και να μένουν με το όνειρο, πιθανόν και με τις διεκδικήσεις τους και βέβαια η ελληνική οικονομία θα αιμορραγεί από την αύξηση των εισαγωγών.
Ανάγκη πάσα λοιπόν να καθορισθεί, με όσο πιο καθαρό και εύγλωττο τρόπο, η κατεύθυνση της γεωργίας μας, η ρότα. Κατά τη γνώμη πολλών αυτή δεν είναι άλλη από το τρίπτυχο: ποιότητα, κόστος παραγωγής, ομάδες ή συνεταιρισμοί. Αυτό όμως, όσο απλό ακούγεται και όσο εύκολα λέγεται, είναι πολύ δύσκολο να περάσει στους αγρότες και ακόμη δυσκολότερο να φέρει αποτελέσματα. Είναι απαραίτητο να συνεργασθούν και οι τρεις πλευρές, δηλαδή, οι φορείς του δημοσίου, οι ιδιωτικοί φορείς (με πρωταγωνιστή το ΓΕΩΤΕΕ) και οι αγροτικές οργανώσεις. Πρωτίστως, οφείλουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες οι φορείς του δημοσίου,
α) το Κεντρικό κράτος (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και οι εποπτευόμενοι από αυτό φορείς),
β) οι Περιφέρειες και
γ) οι Δήμοι.
Οι φορείς αυτοί, έχουν δομές και τεχνικό προσωπικό που μπορούν να αξιοποιηθούν. Μπορούν να οργανωθούν και να λειτουργήσουν με σκοπό την ενημέρωση των αγροτών για τις κατευθύνσεις της γεωργίας. Το κράτος και το ευρύτερο δημόσιο οφείλουν να παίξουν τον ρόλο τους, θα πρέπει να κάνουν το χρέος τους. Οι ιδιώτες επίσης θα πρέπει να παίξουν τον ρόλο τους, κυρίως στη διάδοση και εφαρμογή των απαιτούμενων τεχνικών προς την κατεύθυνση όχι μόνο ποσοτικών αλλά και ποιοτικών προϊόντων και τέλος οι αγρότες θα πρέπει να προβληματισθούν με υπευθυνότητα για το μέλλον τους.
* Του Κώστα Γιατρόπουλου, γεωπόνου