Το συναίσθημα: είναι το πρωταρχικό στοιχείο που διαφοροποιεί τις καθαρά πολιτικές κοινωνίες από τις αναιμικές δημοκρατικές κοινωνίες σαν την δική μας. Η εμμονική προτεραιότητα στην αξία του προσωπικού κόσμου, μετουσιώνει και διαστρεβλώνει, εντελώς άκριτα και ανορθολογικά, την κοινή πραγματικότητα (πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική, οικονομική) προς μια εγωιστική σύλληψη της σημασίας όσων μας περιβάλλουν (άνθρωποι, κοινωνία, φύση κα) χωρίς καμία διάθεση για συνύπαρξη, συνεννόηση ή παραχώρηση. Η προσπάθεια να βρεθεί μια «συλλογική αλήθεια» καθίσταται αδύνατη γιατί τα συνηθισμένα επιχειρήματά μας, αντανακλούν σχεδόν εξολοκλήρου τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις των προσωπικών μας πεποιθήσεων και γούστων.
Στις μη-δημοκρατικές κοινωνίες (αλλά και στα μη-δημοκρατικά άτομα), θα διαπιστώσουμε την έντονη οργή να εναλλάσσεται με τη μεγάλη ηττοπάθεια, τον θαυμασμό με την αποκαθήλωση, τη θλίψη με τη χαρά. Οι μη-δημοκρατίες χρειάζονται πάντα ένα μύθο για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Ο μύθος είναι μια απαραίτητη κατασκευή ώστε να αποδείξουν, όχι μόνο τη θαυμαστή προέλευση, αλλά και το μεγαλειώδες μέλλον που υποτίθεται τους περιμένει. Οι μη-δημοκρατίες σφύζουν από ανεξέλεγκτα συναισθήματα σε αντίθεση με τις ισχυρές δημοκρατίες που η λογική τους συνείδηση δεν χρειάζεται τεχνητούς μύθους για να επιβιώσει. Στις ισχυρές δημοκρατίες, η ίδια η λειτουργία της δημοκρατίας είναι η υπεροχή της, η δύναμή της, ο μύθος της. Αυτή ακριβώς η αυτό-ανατροφοδότηση των ατομικών και συλλογικών δημοκρατικών συνειδήσεων από την αποτελεσματικότητά της, τα έργα της δηλαδή, επαρκεί να την ενδυναμώσει και να την καθιερώσει ως μια πραγματικότητα που είναι άξια να την ζήσεις. Η ισχυρή δημοκρατία είναι ένας αντι-μύθος που δεν έχει την ανάγκη των συναισθημάτων, προσωπικών ή εθνικών. Αντίθετα, μια αναιμική δημοκρατία (δεν μιλώ για μη-δημοκρατία) όπως η δική μας, χρειάζεται οπωσδήποτε μυθικές κατασκευές διαφόρων τύπων και προέλευσης. Η φρενήρης αποθέωση των ολυμπιονικών μας είναι μόνο ένα πρόχειρο παράδειγμα για μια δημοκρατία που δεν είναι ισχυρή.
Όταν η δημοκρατική συνείδηση είναι αληθινή τότε οι κοινωνίες αποκτούν μια αυτοματοποίηση που τους βοηθά να συμμετέχουν στην καθημερινότητα χωρίς να καταβάλουν μόχθο, χρόνο, εκνευρισμό, αυτό που γενικά ονομάζουμε «σύστημα». Από εδώ ξεκινά ακόμα ένας δικό μας μύθος για τις κοινωνίες των ισχυρών δημοκρατιών, ότι δήθεν δεν σκέπτονται και λειτουργούν ως ρομπότ, ή ακόμα ότι είναι και ανόητοι. Σε μια ισχυρή δημοκρατία, η αυτοματοποίηση είναι στοιχείο ότι η δημοκρατία λειτουργεί σε ένα υψηλό επίπεδο, με την ελευθερία και την δημιουργία πανταχού παρούσες για να διορθώσουν τα κακώς κείμενα. Ο αυτοσχεδιασμός της στιγμής είναι απόδειξη έλλειψης προγραμματισμού και φυσικά απουσία ικανότητας διακυβέρνησης. Μια τέτοια συναισθηματική δημοκρατία αφήνεται στο έλεος των τυχοδιωκτών και των ιδεολογιών κάθε εποχής χωρίς να υπάρχει ούτε ένα ανάχωμα προστασίας. Η αυτοματοποίηση της δημοκρατικής συνείδησης από τη μία και ο συνεχής αυτοσχεδιασμός του προσωπικού και συλλογικού βίου από την άλλη, είναι δύο συνθήκες εντελώς διαφορετικής δημοκρατικής τάξης. Θεωρώ πώς κατανοούμε σε ποια από τις δύο ανήκουμε.
Η αδυναμία: η Ελλάδα είναι ένα μικρό και αδύναμο κράτος σε αντίθεση με τη μεγάλη ιδέα που έχουμε για το Έθνος μας. Ας αντιληφθούμε επιτέλους ότι είμαστε 11 εκατομμύρια άνθρωποι όταν η Ρωσία είναι 150, η Τουρκία 79, το Μπαγκλαντές 160 εκατομμύρια και πάει λέγοντας. Χωρίς να θέλω να στενοχωρήσω κανέναν, και η ποσότητα μετράει στις μέρες μας. Επιπλέον, η διεθνής πρακτική απέναντί μας δεν είναι αυτή του σεβασμού όπως θα την θέλαμε – ανεξάρτητα από τα διαγγέλματα των ξένων ηγετών όταν έρχονται στην χώρα μας. Όσο δυνατά κι αν φωνάζουμε τόσο η φωνή μας δεν ακούγεται. Η αδυναμία μας είναι οφθαλμοφανής. Οι ήττες των ισχυρών λαών είναι μονάχα προσωρινές και σύντομα θα βρεθούν στην κορυφή. Αντίθετα, οι δικές μας νίκες, ως σήμερα, είναι παροδικές εκλάμψεις ανάμεσα σε ένα διαρκές εθνικό ημίφως.
Είμαστε αδύναμοι, σαν τα μικρά παιδιά, μέσα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον ενηλίκων. Εκλιπαρούμε για αναγνώριση και ανταποδίδουν αδιαφορία. Είμαστε αδύναμοι γιατί δεν εμπιστευόμαστε κανέναν, γιατί η καχυποψία διαπερνά κάθε ελληνικό κύτταρο. Είμαστε αδύναμοι γιατί δεν συνεννοούμαστε, γιατί δεν γνωρίζουμε τι σημαίνει μετριοπάθεια ενώ πολύ εύκολα παραδινόμαστε στην αγκάλη της μετριότητας. Είμαστε αδύναμοι γιατί το κράτος μας φαίνεται πανίσχυρο, γιατί παραχωρούμε περισσότερη εξουσία στους πολιτικούς από αυτή που κατέχουμε οι ίδιοι, γιατί η πολιτική μας συμμετοχή περιορίζεται στην ψήφο την περίοδο των εκλογών, γιατί οι πολιτικοί μας διψούν για αξιώματα και πλούτο. Είμαστε αδύναμοι γιατί Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΜΗ, γιατί η αντιπροσώπευσή μας είναι κομματική και εκλεκτική, γιατί η ατομικότητα και η προσωπική δημιουργικότητα ισοδυναμεί με καταπάτηση της ισότητας, γιατί η κοινωνία θεωρείται ανώριμη να τα καταφέρει μόνη της χωρίς το πανταχού παρόν κράτος, γιατί η ουδετερότητα του κράτους γίνεται αντιληπτή ως απώλεια των έμμισθων αξιωμάτων. Είμαστε αδύναμοι γιατί «η απατηλή μάσκα του ζήλου για τα λαϊκά δικαιώματα» είναι το διαβατήριο στην πολιτική σταδιοδρομία, ενώ η δουλοπρεπής ευγένεια απέναντι στον πολυθρύλητο λαό σύντομα μετατρέπεται σε πολιτική τυραννία από τους διεκδικούντες την εξουσία. Είμαστε αδύναμοι γιατί η ελευθερία κατάντησε συνώνυμο του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, γιατί η δικαιοσύνη διολίσθησε σε άτεγκτη νομομάθεια, γιατί η παιδεία έγινε προσόν «για να βρεις δουλειά», γιατί εναποθέσαμε στο «ένδοξο παρελθόν» και στο «υπέροχο ελληνικό τοπίο» όλες μας τις ελπίδες για το μέλλον. Είμαστε αδύναμοι γιατί μας εξασθενεί η ιδιοτέλεια, η φιλοδοξία, η πλεονεξία, η εμπάθεια, και η κομματική αντιπαλότητα. Είμαστε αδύναμοι γιατί εμφιλοχωρεί μέσα μας το αίσθημα της αδικίας, γιατί η αδικία γεννά φθόνο και ο φθόνος γίνεται μίσος πολύ εύκολα. Είμαστε αδύναμοι γιατί δεν έχουμε επίγνωση της αδυναμίας μας.
Όμως οφείλουμε να κάνουμε μια νέα πολιτική αρχή. Πρώτα να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθός μας σε ένα τεράστιο κόσμο και να απομακρυνθούμε από τις επικίνδυνες αυταπάτες. Στην συνέχεια πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα, «τι είναι αυτό που θέλουμε να προσπαθήσουμε να γίνουμε;». Αυτό θα γίνει μέσα από την ηθική μας εντιμότητα και την στοχαστική οξυδέρκεια, αφήνοντας στο παρελθόν τις μυθολογικές κατασκευές που μας εμποδίζουν να κοιτάξουμε μπροστά. Η φιλοσοφία της ΠΡΟΣΓΕΙΩΜΕΝΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ είναι η απάντηση απέναντι στις φανατικές ιδεολογίες, ενώ η ΔΗΜΙΟΥΡΙΚΗ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ θα πρέπει να αντικαταστήσει άμεσα την ιστορική. Και τα δύο μπορούν να γίνουν πραγματικότητα μέσα από μια νέα δημοκρατική πολιτική ταυτότητα. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Μια δημοκρατία της ελευθερίας, της ευθύνης, της δικαιοσύνης, της ουσιαστικής αντιπροσώπευσης, της ανεκτικότητας, της αυτονομίας.
Θα ήθελα να κλείσω αυτό το 12μηνο ταξίδι με τα λόγια ενός από τους πιο διαπρεπείς φιλοσόφους τους 20ου αιώνα, του John Dewey (1859-1952). Να τι μας συμβουλεύει ο Ντιούι¹: «ο αγαθός βίος εννοείται ως μια διαδικασία, ως ένας τρόπος ζωής και αλληλεπίδρασης με τον κόσμο, ως μια αδιάκοπη ατομική εξέλιξη και κοινωνική μεταρρύθμιση. Ο καθένας πραγματώνει τους στόχους της ζωής του, δηλαδή τον αγαθό βίο, σε καθημερινή βάση με το να τηρεί μια φιλελεύθερη στάση, να σέβεται όλους τους πολίτες, να είναι ανοιχτόμυαλος και ανεκτικός, να καλλιεργεί τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον του για τις ανάγκες και τις έγνοιες των άλλων, να οσμίζεται καινούριες δυνατότητες και να λύνει προβλήματα χρησιμοποιώντας το νου του σε μια ατμόσφαιρα ΜΗ-ΒΙΑΣ και συνεργασίας. Αυτές είναι οι πρωταρχικές φιλελεύθερες δημοκρατικές αρετές. Με τον τρόπο αυτό καθιστά την φιλελεύθερη δημοκρατία όχι μόνο ένα πολιτικό μηχανισμό αλλά ένα τρόπο ζωής για τον καθένα ενώ το φιλελεύθερο δημοκρατικό πνεύμα κυριαρχεί στην οικογένεια, το σχολείο, τις επιχειρήσεις, τη βιομηχανία, τους θρησκευτικούς και πολιτικούς θεσμούς». Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας να διαβάσετε τις σκέψεις μου και καλή δύναμη για την νέα χρονιά.
¹ Τσαρλς Ταίηλορ, «πολυπολιτισμικότητα», εκδόσεις Πόλις 1997, σελ 165
www.ak.gr
Από τον Αχιλλέα Ε. Κούμπο – συγγραφέα