Η προσεχής είσοδος στον Λευκό Οίκο αυτού του ανέντιμου και ανίκανου δισεκατομμυριούχου αποτελεί καταστροφή για τη χώρα του και για τον κόσμο, οι διαστάσεις της οποίας είναι ακόμη άγνωστες. Πώς φθάσαμε ως εκεί;
Από ιστορικής πλευράς, δύο σημαντικά φαινόμενα βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και πενήντα χρόνια, που επιτρέπουν τον ορισμό του περιγράμματος αυτής της κατάρρευσης. Από τη δεκαετία του ΄60, η αμερικανική κοινωνία έχει υποστεί βαθιά αλλαγή: το άνοιγμα των πυλών της χώρας στη μετανάστευση, κυρίως των ισπανόφωνων και των Ασιατών, καθώς και η πολιτική κινητοποίηση κοινοτήτων που ιστορικά τελούσαν υπό κυριαρχία, κυρίως των μαύρων, αλλά και των γυναικών, των ομοφυλοφίλων, κ.λπ., διαμόρφωσαν μία νέα χώρα, πολυπολιτισμική, περισσότερο δημοκρατική. Αυτό που στο παρελθόν ήταν φυσιολογικό, όπως η άσκηση κάθε μορφής κυριαρχίας των λευκών, ετέθη εν μέρει σε αμφισβήτηση μέχρι το συμβολικό ζενίθ που ήταν η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα το 2008.
ΞΑΝΑΖΕΣΤΑΜΕΝΑ ΜΙΣΗ
Αυτές οι αλλαγές έκρυψαν όμως τη συντηρητική αντίδραση μίας σημαντικής μερίδας της κοινωνίας, που στηριζόταν σε πολιτισμικά και φυλετικά προνόμια. Η φωνή αυτής της Αμερικής είχε ξανακουστεί όταν εξέλεξε τον Ρίτσαρντ Νίξον το 1968 ή τον Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1980. Ξεχνάμε συχνά ότι η Αμερική των ακτών των δύο ωκεανών, η Αμερική των μεγάλων πόλεων, των νέων , των μειονοτήτων δεν αποτελεί παρά τμήμα αυτής της μεγάλης χώρας, φυσικά πιο ορατό και ελκυστικό για τον υπόλοιπο κόσμο. Κρύβει μια άλλη Αμερική, πιο ηπειρωτική, πιο λευκή, πιο νότια, αυτή των κωμοπόλεων, μέρος των οποίων στράφηκε προς τον χριστιανικό φονταμενταλισμό, αναμασώντας ξαναζεσταμένα μίση, που αισθάνεται εγκαταλελειμμένη, που σιχαίνεται τον Ομπάμα. Οταν ο Τραμπ υπόσχεται «να ξανακάνει την Αμερική μεγάλη», στέλνει ένα μήνυμα σε αυτήν την Αμερική: συμβολική επιστροφή στη λευκή Αμερική της δεκαετίας του ΄50, μία Αμερική της ιεραρχίας, υπό την ηγεσία ενός αυταρχικού και ανδροπρεπή προέδρου. Μέσω του διορισμού ακραίων συντηρητικών δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο, η πολιτική κληρονομιά της δεκαετίας του '60 απειλείται με διάλυση.
Το δεύτερο φαινόμενο είναι οικονομικό: από τη δεκαετία του ΄70, η αμερικανική εργατική τάξη επλήγη από το κλείσιμο ορυχείων και εργοστασίων. Τα εκατομμύρια των καλοπληρωμένων Αμερικανών εργατών αντικαταστάθηκαν από εκατομμύρια φτωχών εργαζομένων σε επισφαλείς θέσεις. Οι εισοδηματικές και περιουσιακές ανισότητες πήραν τεράστιες διαστάσεις. Σήμερα βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο όπως πριν από το New Deal. Το 1929, το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών κατείχε το 50% του εθνικού πλούτου, πριν πέσει στο 25% τη δεκαετία του ΄70. Σήμερα, βρισκόμαστε πάλι στο 50%. Δεν είναι παράξενο, άρα, που ο λαϊκισμός της αριστεράς, ενσαρκωμένος από τον Μπέρνι Σάντερς, αναβιώθηκε στον αντίλαλο των πύρινων ομιλιών του γερουσιαστή της Λουιζιάνας Χιούι Λονγκ στη δεκαετία του ΄30.
Ο Τραμπ επευφημείται από λευκούς, χαμηλής μόρφωσης άνδρες
Με μεγάλη διαίσθηση, ο Τραμπ εκμεταλλεύθηκε τον υποβιβασμό του αμερικανικού κόσμου των εργατών, υποσχόμενος την καταγγελία των διεθνών συμβάσεων, την οικοδόμηση τοίχων και το άνοιγμα των ορυχείων και των εργοστασίων. Ο Τραμπ επευφημήθηκε από χαμηλής μόρφωσης λευκούς άνδρες, που συχνά συγκαταλέγονται στα ορφανά της παγκοσμιοποίησης και που θεωρούν ότι είναι υποβιβασμένοι. Αυτή η Αμερική διακατέχεται από «λύσσα», σε μία επανάληψη της διάσημης έκφρασης του Σαρτρ.
Αυτό το ισχυρό λαϊκό κίνημα είναι κατά συνέπεια, με την ακριβή έννοια του όρου, αντιδραστικό. Πήρε ανησυχητικές μορφές κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, αφυπνίζοντας όλες τις οργανώσεις της υπεροχής της λευκής φυλής και του ρατσισμού, ανάμεσά τους και την Κου Κλουξ Κλαν, που δεν είχαν κινητοποιηθεί υπέρ ενός υποψηφίου για την προεδρία από τον Τζορτζ Ουάλας στη δεκαετία του '60, μεγάλου υποστηρικτή της πολιτικής των διακρίσεων.
Στις συγκεντρώσεις του Τραμπ, οι πιο ξαναμμένοι ούρλιαζαν απειλές κατά των Κλίντον και σήκωναν τη γροθιά κατά των αντιπάλων και των μαύρων. Ίσως δεν είναι παρά η κορυφή αυτού του αντιδραστικού κύματος, αλλά έχει τη σημασία της και είναι πολύ ορατή. Κανένας Αμερικανός πολιτικός μετά τον Ρέιγκαν δεν είχε καταφέρει να ενσαρκώσει αυτήν την αντιδραστική πολιτική. Δεν έλειψαν οι υποψήφιοι (για παράδειγμα ο Πατ Μπιουκάναν στη δεκαετία του '90), αλλά το κατάφερε ο Τραμπ, νεοεισελθών στην πολιτική, που μόλις κέρδισε το στοίχημα, διαψεύδοντας όλους τους κανόνες της πολιτικής επιστήμης. Η ανεπανάληπτης χυδαιότητας εκστρατεία του, αφήνει πίσω της μία χώρα άναυδη, τρομαγμένη. Αλλά, η αμερικανική κοινωνία των πολιτών διαθέτει δημοκρατικά εφόδια. Θα είναι σε θέση να προβάλει ισχυρή αντίσταση στις αυταρχικές λόξες του νέου προέδρου.
Πηγή: Liberation
*O Παπ Ντιαγέ είναι καθηγητής στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών στο Παρίσι (Sciences Po)