Πρόσωπο εκφραστικό ωραίο, χείλη σαρκώδη, μάτια μεγάλα πράσινα να σε κοιτούν στοχαστικά. Γλυκό χαμόγελο που άφηνε να δεις μια σειρά από δόντια λευκά μαργαριταρένια. Παίρνοντας το βλέμμα μας απ' το πρόσωπο στέκεται τώρα στο υπέροχο στήθος της, στη λεπτή μέση της κι ύστερα όλα τ' άλλα που διαθέτει μια γυναίκα που θεωρείται ελκυστική, περπατησιά, χαμόγελο, κίνηση, όλα τέλεια.
Ήταν η τρίτη κόρη μιας πολυμελούς οικογένειας, που ήρθαν κυνηγημένοι, διωγμένοι στα δύσκολα χρόνια της καταστροφής της Σμύρνης. Βρέθηκαν στα δικά μας μέρη, προσπαθώντας να πιαστούν από κάπου να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Η ιστορία συνεχίζεται μ' όλους τους χιλιάδες μετανάστες που συρρέουν στη χώρα μας και παλεύουν να σταθούν όρθιοι. Για μένα αληθινά είναι ήρωες. Πάντα η σκέψη μου και η συμπόνια μου είναι κοντά τους. Έχω γράψει πολλά που τους αφορούν και με αγγίζουν. Όμως αυτό δεν φτάνει. Θα 'θελα να κάνω κάτι πιο ουσιαστικό γι' αυτούς, εκτός από την εθελοντική προσφορά μου μέσω του Ερυθρού Σταυρού να είμαστε κοντά τους εκεί όπου ζουν μέσα σε άθλιες συνθήκες καθημερινά.
Συνεχίζουμε αφήνουμε αυτό το θέμα το μεταναστευτικό είναι πολύ σημαντικό. Πάλι θα αναφερθώ πάνω σ' αυτό. Θέλω σ' άλλο κείμενο μου θα δώσω προτεραιότητα, πιο εκτενέστερα.
Και ας δούμε τώρα την πορεία της ζωής, την εξέλιξή της τα βήματα της Ρηνούλας σ' ότι την αφορούσε γενικότερα. Η κοπέλα αυτή είχε και ωραίο εσωτερικό κόσμο εκτός απ' την ωραία εμφάνισή της. Αγαπητή, πρόσχαρη μ' όλους, έμαθε την τέχνη της κομμώτριας και είχε στα χέρια της ένα εφόδιο από την δουλειά της, εξασφαλίζοντας ένα καλό μεροκάματο, πηγαίνοντας όπου την καλούσαν οι κυρίες στα σπίτια τους να τις χτενίσει, όχι μόνο στη γειτονιά αλλά και πάνω στην αγορά, στο κέντρο όπως το λέγαμε.
Η τέχνη της απαράμιλλη χτένιζε όπως ένας μαιτρ στα μεγάλα σαλόνια κομμωτικής στην Αθήνα. Χρυσά τα χέρια της, μαγικά. Να μεταμορφώνει τα κεφάλια των γυναικών με υπέροχες κομμώσεις, να τις γοητεύει με την τεχνική της, την γρηγοράδα της αλλά και με τον ωραίο ευγενικό τρόπο της. Δεν ασχολείτο με κουτσομπολιά. Πάντα είχε έναν καλό λόγο για όλους γύρω της και έμπαινε στα σπίτια σοβαρή και μετρημένη.
Την καλούσε και η δική μου μητέρα στο σπίτι μας κάπου κάπου, για κούρεμα ή χτένισμα. Θυμάμαι να την κοιτάζω, να την παρακολουθώ με θαυμασμό. Φάνταζε στα παιδικά μου μάτια μοναδική. Τόσο όμορφη με τα μαλλιά της πάντα πίσω μαζεμένα σιωπηλή με την υπέροχη τεχνική της μέσα από τα μακριά της δάχτυλα, σαν νεράιδα μαγική του παραμυθιού ν' αλλάζει ριζικά μέσω μιας κόμμωσης όλη σου την εμφάνιση, να νοιώθεις ωραία μέσα σου.
Όταν στη γειτονιά κάποια κοπέλα ήταν να παντρευτεί, εκείνη θα καλούσαν να 'ρθει να κτενίσει την νύφη. Εκεί θα έδινε ρεσιτάλ κομμωτικής.Μπροστά στον καθρέφτη όρθια, με όλον αυτόν τον κόσμο γύρω της, αδύνατον να δημιουργήσει. Ήθελε ησυχία για να μπορέσει να σκεφτεί, να δει τι θα πήγαινε στη νύφη σύμφωνα με τον τύπο της, το σχήμα του προσώπου της να την κτενίσει κατάλληλα. Μόνο όταν τελείωνε θα άφηνε τους συγγενείς κι όλους τους άλλους να μπουν στο δωμάτιο να θαυμάσουν τη νύφη έτοιμη, χτενισμένη, ντυμένη με το νυφικό της. Κύμα θαυμασμού ένα αυθόρμητο μπράβο άκουγες γύρω σου κι ένα ζεστό χειροκρότημα. Το ταλέντο της ήταν κάτι το ανεπανάληπτο δεν υπήρχε αμφιβολία. Γρήγορα όμως κύλησε ο καιρός και η Ρηνούλα ήρθε κι εκείνη σε ηλικία γάμου, οι δυο μεγαλύτερες αδελφές της είχαν παντρευτεί και απέκτησαν παιδιά. Ήταν η σειρά της. οι γονείς της αγωνιούσαν να την δουν κι αυτή αποκατεστημένη. Να φύγει και το τρίτο γραμμάτιο όπως έλεγαν. Φτωχοί άνθρωποι, όλη τους τη ζωή στη βιοπάλη. Πώς να τα βγάλουν πέρα; Τι άλλο να σκεφθούν.
Έτσι όταν ένας άνδρας αρκετά μεγαλύτερος της και αρκετά ευκατάστατος ζήτησε σε γάμο την κόρη τους, δε δίστασαν να την δώσουν. Όμως εκείνος την πήρε μαζί του και έφυγαν να ζήσουν στην Αθήνα. Από τότε δεν την είδαμε ποτέ. Σπάνια ερχόταν να δει τους δικούς της, έως ότου έφυγαν κι αυτοί για το ταξίδι δίχως γυρισμό.
Ύστερα από καιρό, από αόριστες κουβέντες στη γειτονιά μάθαμε πως έμεινε χήρα πολύ σύντομα έχασε τον άνδρα της. Είχε όμως οικονομική άνεση. Ευτυχώς της άφησε αρκετή περιουσία. Κι αν δεν ήταν έτσι, ένα είναι σίγουρο η Ρηνούλα, Ειρήνη πλέον θα έπιανε την παλιά της τέχνη που τόσο αγαπούσε να εξασκήσει και πάλι με επιτυχία.
Είμαι απόλυτα βέβαιη γι' αυτό. «Μάθε τέχνη κι άστηνε κι όταν θέλεις πάρτηνε». Μας το λέει κι η γνωστή μας παροιμία.
Κωνσταντίνα Κότση, μέλος της Ε.Λ.Ο.Σ.Υ.Λ. και συνεργάτιδα του περιοδικού «Πνευματική Λάρισα»