Δεν ήταν αναμενόμενο αλλά, αν το δει κανείς βαθύτερα, είναι η συνέχεια της «πολιτικής» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στον αθλητισμό και, ιδίως, στο αθλητικό θέαμα, το οποίο κατά βάθος, ως καπιταλιστική επιχείρηση που μάλιστα προωθεί την αριστεία, καλό θα είναι να το κριτικάρουμε και, πάντως, να μην ενθαρρύνουμε τη μυθολογική πλευρά του, επειδή παρασύρουμε στον καπιταλισμό και στην αριστεία νεότερα παιδιά. Η αντίληψη της κυβέρνησης, η αντίληψη δηλαδή της Αριστεράς για τον αθλητισμό (της μη κρατικής, τουλάχιστον εκδοχής της, διότι το μοντέλο της κρατικιστικής της εκδοχής το έδινε η αθλητική ομάδα της πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας, που ήταν πρωταθλήτρια στα ντοπαρίσματα), είναι η ενθάρρυνση του αθλητισμού ανάμεσα στον πληθυσμό – που, ωστόσο, λόγω της έλλειψης ή της ανεπάρκειας υποδομών, ή λόγω της έλλειψης ελεύθερου χρόνου από τους εργαζόμενους, οδηγεί συχνά στο αντίθετο αποτέλεσμα, της απάθειας και της απομάκρυνσης από τον υγιεινό τρόπο της άθλησης. Αφήστε που και αυτός ο αθλητισμός, «του λαού», επειδή προϋποθέτει χρόνο και χρήμα, είναι βαθιά ταξικός.
Ας μείνουμε όμως στον πρωταθλητισμό.
***
Η φετινή παρουσία και οι συμπεριφορές των πρωταθλητών ήταν (είναι) εντελώς διαφορετική από εκείνη των παλαιών χρόνων και των παλαιών επιτυχιών.
Η πρώτη εκ των φετινών ολυμπιονικών, Άννα Κορακάκη, που πήρε δύο μετάλλια (το ένα χρυσό) σε αθλήματα σκοποβολής, αμέσως μετά την άνοδό της στο βάθρο επέκρινε την πολιτεία ότι δεν έλαβε καμία βοήθεια, ότι προπονούνταν μόνη της, με τη βοήθεια του πατέρα της, χρηματοδοτούμενη από τους χορηγούς της – μάλιστα, πριν επιστρέψει, εστεμμένη πλέον τον κότινο της νίκης, στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Δράμα, ο δήμαρχος είχε γκρεμίσει τον χώρο όπου εκείνη γυμναζόταν, για να μη δοθεί η ευκαιρία στα ΜΜΕ να τον προσεγγίσουν και με τις δημοσιεύσεις τους δημιουργήσουν αρνητικές συνδηλώσεις. Την αθλήτρια αυτή, η Προεδρία της Δημοκρατίας λησμόνησε να καλέσει στην τιμητική εκδήλωση για τους φετινούς ολυμπιονίκες!
Ένας άλλος πρωταθλητής, ο Σπύρος Γιαννιώτης, δεύτερος στα 10 χιλιόμετρα κολύμβησης ανοικτής θαλάσσης, απέτρεψε την ελληνική ομοπονδία να κάνει ένσταση, έχασε δηλαδή την ευκαιρία να είναι χρυσός ολυμπιονίκης, αναγνωρίζοντας ότι στην κρίσιμη λεπτομέρεια που έκρινε και την πρωτιά, εκείνος με κλάσματα δευτερολεπτων έκανε την κρίσιμη κινηση δεύτερος. Η στάση του υπήρξε πρωτοφανής. Ένας Έλληνας αθλητής δέχτηκε τους κανόνες του παιχνιδιού και αναγνώρισε σε αυτούς τους κανόνες την υπεροχή. Το παράδειγμά του, ωστόσο, δεν προβλήθηκε ιδιαίτερα και, κυρίως, δεν διαφημίστηκε ιδιαίτερα από το κράτος – που φρόντισε να μην στείλει καν επίσημη εκπροσώπηση στην υποδοχή του. Ένας αθλητής που δεν ωρύεται ότι η ελληνική ψυχή και το ελληνικό DNA δεν είναι ο τροφοδότης λογαριασμός της επιτυχίας του, πολύ περισσότερο ένας αθλητής που δεν φορτώνει τη μικρή απόσταση από την πρωτιά σε μια παγκόσμια συνωμοσία, σε μια διακεκριμένη έχθρα εναντίον του έθνους, πρακτικά έχει πολύ μικρή αξία για το συλλογικό φαντασιακό μιας χώρας γκρινιάρηδων, που ζουν επενδύοντας σε απίθανους εξωπραγματικούς σωτήρες και γκρινιάζοντας για την ατυχία να είναι Έλληνες, που όλοι τούς εποφθαλμιούν.
Τέλος, η νικήτρια στο επί κοντώ γυναικών, Κατερίνα Στεφανίδη, που ζει στην Αμερική, κάνει το διδακτορικό της σε μια πολύ δύσκολη σχολή, είναι παντρεμένη με Αμερικανό και επέλεξε απλώς, χωρίς να προσδοκά από το ελληνικό κράτος οτιδήποτε, να αγωνιστεί με τα εθνικά χρώματα, στην πραγματικότητα εκφράζει το ενοχλητικό στερεότυπο του Έλληνα της διασποράς, που μεγαλουργεί, κάτι που θα ετίθετο εν αμφιβόλω αν το επιχειρούσε στο τοξικό εγχώριο περιβάλλον. Κι αυτό το μοντέλο πρωταθλήτριας ενοχλεί. Και αυτής η επιτυχία έγινε απόπειρα να ιδωθεί σχετικιστικά.
***
Το πιο παράξενο απ’ όλα, πάντως, είναι ότι τους φετινούς πρωταθλητές μας και τις πρωταθλήτριές μας, που πήγαν απέναντι στο κυρίαρχο στερεότυπο του εθνοχουλιγκανισμού, δεν τους επέκρινε η ελληνική εθνικοφροσύνη (αυτή μπορεί να κάνει τις αναγκαίες προσθαφαιρέσεις, για να δώσει το νόημα της υποτιθέμενης ανωτερότητας της φυλής) αλλά η ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά. Η κυβέρνηση.
Αφενός, διά της εφημερίδας της και δημοσιολογούντων που την υποστηρίζουν ή την εκφράζουν. Η «Αυγή», μάλιστα, είχε προλάβει κατ’ επανάληψιν και συστηματικά να απαξιώσει τον Πύρρο Δήμα, επιχειρώντας να τον ταυτίσει με τις μαύρες σελίδες του ελληνικού ντόπινγκ, με βασικό επιχείρημα ότι σε εποχή ανόδου της κομμουνιστογενούς Αριστεράς, εκείνος επέλεξε να πολιτευτεί με το ΠΑΣΟΚ, και αργότερα να πάρει θέση υπέρ του Ναι, στο περσινό δημοψήφισμα. Στην εφημερίδα απάντησε δηκτικά η φετινή ολυμπιονίκης Στεφανίδη, η οποία δήλωσε ότι δεν την ξέρει.
Λογική απάντηση. Και απόλυτα ειρωνική, όπως χρειάζεται σε ένα χώρο που έχει διαγράψει την ειρωνεία από την κουλτούρα του, επειδή τα στελέχη του θεωρούν ότι έχουν προορισμό με τη μοίρα της ανθρωπότητας, να αναστήσουν τον τεθνεώτα ολοκληρωτισμό των κομμουνιστικών καθεστώτων, ο πρώτος εχθρός των οποίων είναι η ατομικότητα: η διάκριση που αίρεται υπεράνω συλλογικών στόχων, αλλά που μπορεί να γίνει παράδειγμα αφύπνισης πολλών ακόμα να προσπαθήσουν μακριά από τη χειραγωγητική λογική της εξουσίας.
Οι πρωταθλητές μας δόξασαν την ατομικότητα – κι όταν χρειάστηκε, ιδίως η Στεφανίδη, την υπερασπίστηκε καταφεύγοντας στην ειρωνεία. Τη μοναδική έκφραση που μπορεί να δείξει και στους τυφλούς ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός.
Η Κατερίνα Στεφανίδη, με τη στάση της, υπενθύμισε εκείνη την παλιά αντιεξουσιαστική παροιμία, που φωτογραφίζει τον φόβο κάθε σοβαροφανούς εξουσιαστή: «ένα γέλιο θα τους θάψει»...