Αξία όμως που σταδιακά υποχώρησε στις συνειδήσεις των πολιτών, κάτω από τις πιέσεις ιδεολογιών, που προτάσσουν τη στέρηση ατομικών ελευθεριών στο όνομα ενός κάποιου «κοινού καλού». Το πώς ορίζεται όμως και ποιος αποφασίζει το λεγόμενο «κοινό καλό», κανείς δεν το γνωρίζει (αν υποθέσουμε πως υπάρχει τέτοιο πράγμα…!). Οι ιδεολογίες του κοινωνισμού (σοσιαλισμός, κομμουνισμός, φασισμός), φρόντισαν να αφήνουν ανοιχτή την κερκόπορτα, ώστε η εκάστοτε κυβέρνηση να χρησιμοποιεί την υποκειμενική αυτή έννοια, ως το τέλειο άλλοθι που τους επιτρέπει να περιορίζουν ατομικές ελευθερίες, όταν αυτές γίνονται ενοχλητικές… Η Ιστορία είναι απολύτως ξεκάθαρη σε αυτό το θέμα: δεν υπήρξε κοινωνία στηριγμένη σε θεωρίες περί «κοινού καλού», που να μην κατρακύλησαν στον Ολοκληρωτισμό. Αντίθετα, οι κοινωνίες που αντιστάθηκαν σθεναρά στην υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων (όπως οι χώρες της φιλελεύθερης δύσης), είναι σήμερα οι οικονομικά πιο εύρωστες και κοινωνικά πιο προοδευμένες. Κατεύθυνσή μας λοιπόν κατά την προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος, πρέπει να είναι η προστασία και η επέκταση των ατομικών ελευθεριών.
Ας ξεκαθαρίσουμε καταρχάς τι εννοούμε με τον όρο ατομικές ελευθερίες ή ανθρώπινα δικαιώματα. Ως τέτοια, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει η χώρα μας, ορίζονται όλα αυτά που απορρέουν από την ίδια την ανθρώπινη φύση. Σύμφωνα με τις παραπάνω συμφωνίες, τα δικαιώματα αυτά είναι απαραβίαστα, έχουν καθολική ισχύ και είναι ανεξάρτητα της εθνικότητας, της φυλής ή της θρησκείας ενός ανθρώπου. Παραδείγματα τέτοιων δικαιωμάτων είναι το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στη μετακίνηση, το δικαίωμα στην κατοχή περιουσίας κ.α. Σύμφωνα με τη νομική θεωρία, τα ατομικά δικαιώματα δεν αποτελούν ζητήματα δημοκρατίας – γι’ αυτό τα λέμε ατομικά! Ακόμα κι αν τα αξιώνει ένα μόνο άτομο εντός μιας κοινωνίας, οφείλουν να γίνονται σεβαστά. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα η πλειοψηφία μιας κοινωνίας να αποφασίσει να στερήσει τη ζωή ενός ανθρώπου (ή μιας μειοψηφικής ομάδας). Ομοίως, δεν μπορεί να του στερήσει το δικαίωμα της μετακίνησης ή της κατοχής περιουσίας!
Το Σύνταγμά μας περιφρουρεί σχετικά καλά τις ατομικές ελευθερίες, αφήνει όμως παράθυρα ερμηνειών για κάποιες από αυτές. Για παράδειγμα, συχνά γίνεται συζήτηση για θέματα που αφορούν στη διαχείριση του σώματος. Είναι η ευθανασία δικαίωμα; Είναι δικαίωμα η άμβλωση; Και μετά θάνατον, σε ποιον ανήκει το σώμα; Στους οικείους; Στο Θεό; Στην κοινωνία; Άποψή μου είναι πως το Σύνταγμα πρέπει να ξεκαθαρίσει μια και καλή τα ζητήματα αυτά, με απλό και απόλυτο τρόπο:
Πρόταση 10: Αυτοδιάθεση του σώματος. Θα ήμουν υπέρ μιας διάταξης που ορίζει πως «κάθε πολίτης δικαιούται την απόλυτη αυτοδιάθεση του σώματός του, στη ζωή και στο θάνατο». Έτσι, ζητήματα όπως η ευθανασία, η έκδοση, η δωρεά ή και η πώληση, η καύση και οτιδήποτε άλλο συνδέεται με το σώμα εκάστου, θα αποτελεί απόλυτο δικαίωμά του (εφόσον αυτό δεν αφορά ούτε παραβιάζει καμία ελευθερία των υπολοίπων).
Η δεύτερη πρόταση του σημερινού άρθρου, αφορά στο ζήτημα των σχέσεων Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η τρέχουσα διατύπωση του Συντάγματος συντηρεί μια σημαντική παρανόηση. Το Σύνταγμα αναφέρεται στην Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία ως «επικρατούσα», γεγονός που οδηγεί ορισμένους στο λανθασμένο συμπέρασμα πως οι πιστοί της δικαιούνται κάποιου είδους προνομιακής αντιμετώπισης. Στην πραγματικότητα, το Σύνταγμα ξεκαθαρίζει πως όλοι οι Έλληνες πολίτες είναι ίσοι μεταξύ τους, με ίσες υποχρεώσεις και ίσα δικαιώματα, ανεξαρτήτως θρησκεύματος ή άλλου πολιτισμικού ή φυλετικού χαρακτηριστικού. Το «επικρατούσα» λοιπόν αποτελεί μόνον ιστορική αναφορά, η οποία απλώς περιγράφει τη δημογραφική κατάσταση κατά τον καιρό της συγγραφής του. Λέει με απλά λόγια πως «εντός του νέου ελληνικού κράτους, η πλειοψηφία των πολιτών τυγχάνει να ασπάζεται την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία», χωρίς ωστόσο αυτή να δικαιούται – όπως ξεκαθαρίζεται παρακάτω - κάποια ιδιαίτερα νομική μεταχείριση. Θεωρώ πως το ζήτημα οφείλει να γίνει ακόμα πιο ξεκάθαρο, με τροποποίηση των σχετικών διατυπώσεων.
Πρόταση 11: Θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους
Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να ορίζεται ρητά στο Σύνταγμα, ότι το Ελληνικό Κράτος είναι θρησκευτικά ουδέτερο και αντιμετωπίζει ισότιμα όλες τις θρησκείες, όλα τα δόγματα και όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως της πίστης τους σε κάποια από αυτές (ή και σε καμία). Σε ένα κράτος με πολίτες Ορθόδοξους, Καθολικούς, Μουσουλμάνους, Άθεους και άλλους, είναι νομικά τελείως απαράδεκτο αλλά και εντελώς παρωχημένο, να υπονοείται πως κάποιοι πολίτες μπορεί να έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους υπόλοιπους, μόνο και μόνον επειδή ανήκουν σε μια θρησκευτική πλειοψηφία (ειδικά όταν η πλειοψηφία αυτή προκύπτει περισσότερο ως σεβασμός προς την παράδοση και λιγότερο ως ουσιαστική κατανόηση, αποδοχή κι εφαρμογή των χριστιανικών προταγμάτων). Με δεδομένο τον πλουραλισμό των σύγχρονων κοινωνιών, τις όλο και στενότερες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων όλου του κόσμου και την ορατή πλέον συμμετοχή της Ελλάδας σε ευρύτερα γεωπολιτικά σύνολα, όπως η Ενωμένη Ευρώπη, θεωρώ πως η πλήρης απεμπλοκή του κράτους από ζητήματα αμιγώς πνευματικά και μεταφυσικά (και συνεπώς πρωτίστως προσωπικά), έχει ήδη αργήσει.
*Ο Γιώργος Καραβάνας είναι μορ. βιολόγος και μέλος της ΔΕ της ΔΡΑΣΗΣ.