Δεκαέξι χρόνια μετά, η Σοσιαλδημοκρατία μοιάζει να διέρχεται την οξύτερη κρίση της μετά τη βίαιη καταστολή της από τις δεξιές δικτατορίες στην Ευρώπη του μεσοπολέμου. Τα παραδοσιακά δικομματικά πολιτικά συστήματα καταρρέουν σε όλη την Ευρώπη, αλλά τα μεγαλύτερα πλήγματα τα δέχεται η Κεντροαριστερά, όχι η Κεντροδεξιά. Εκείνη λοιπόν είναι και η πιο ανήσυχη για το μέλλον.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που εξηγούν την κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας. Ένας είναι η υποχώρηση του συνδικαλισμού. Ένας άλλος είναι το «θόλωμα» των ταξικών ταυτοτήτων, καθώς και των κομματικών συστημάτων που συνδέονται με αυτές. Τα μεγαλύτερα προβλήματα της Σοσιαλδημοκρατίας, όμως, απορρέουν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και τις απαντήσεις που έδωσε η ΕΕ στις προκλήσεις αυτές.
Στα χρόνια της ανεμοζάλης, οι εκδοχές της Σοσιαλδημοκρατίας που υποστήριξαν ο Τόνι Μπλερ στη Βρετανία και ο Γκέρχαρντ Σρέντερ στη Γερμανία (ο «Τρίτος Δρόμος» και το «Νέο Κέντρο» αντιστοίχως) αποδείχθηκε ότι δεν είχαν να δώσουν πολλές απαντήσεις, και ακόμη λιγότερα θέλγητρα, σε εκατομμύρια ευάλωτους ψηφοφόρους της Κεντροαριστεράς. Ήταν μια πολιτική για ηλιόλουστες, όχι για θυελλώδεις εποχές.
Η υψηλή ανεργία, η πτώση του βιοτικού επιπέδου, η περικοπή των δημοσίων δαπανών και η διάσωση ανεύθυνων τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων επέτειναν τη δυσαρέσκεια για τα κεντροαριστερά κόμματα που κυβερνούσαν τις χώρες αυτές. Στη Γερμανία, οι μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε ο Σρέντερ στην αγορά εργασίας και στο κοινωνικό κράτος τιμώρησαν το κόμμα του.
Δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι του SPD θεώρησαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις απόδειξη ότι η «βολεμένη» ηγεσία του κόμματος περιφρονεί βασικές αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το αποτέλεσμα είναι πολλοί από αυτούς να μην προσέρχονται καν στις κάλπες. Το ερώτημα για τις εκλογές του 2017 δεν είναι αν το SPD θα κερδίσει (κάτι τέτοιο είναι αδύνατο), αλλά αν θα σπάσει το αρνητικό ρεκόρ του 23% που σημείωσε το 2009.
Οι περιορισμοί που έχουν οι κυβερνήσεις της ΕΕ συνέβαλαν κι αυτοί στην κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας. Οι χώρες της ευρωζώνης πρέπει να υπακούουν σε αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες που επιβλήθηκαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και συχνά δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις οικονομικές συνθήκες των χωρών αυτών. Παρ΄ όλα αυτά, οι κανόνες αυτοί υποχρεώνουν τους σοσιαλδημοκράτες να προσκυνούν το εικόνισμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και να ενδιαφέρονται περισσότερο για την ανταγωνιστικότητα του δημόσιου τομέα παρά για την υγεία του Δημοσίου. Έτσι, οι διοικητές της ευρωζώνης και οι αγορές είναι ικανοποιημένοι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους.
Οι τελευταίοι βλέπουν με καχυποψία την υποστήριξη της ΕΕ προς το παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο και την ελεύθερη μετακίνηση στο εσωτερικό της Ένωσης. Η παγκοσμιοποίηση ασκεί πίεση στις θέσεις εργασίας και τους μισθούς. Η ελεύθερη μετακίνηση οδηγεί κατοίκους της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης να αναζητήσουν δουλειές στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ δοκιμάζεται από την άφιξη προσφύγων και μεταναστών, συχνά από ισλαμικές χώρες.
Η οικονομική κρίση, οι περιορισμοί που συνδέονται με τη συμμετοχή στην ευρωζώνη και πάνω απ΄ όλα η αύξηση της μετανάστευσης άνοιξαν χώρο για τη δημιουργία αντισυστημικών κομμάτων, κυρίως της συντηρητικής εθνικιστικής Δεξιάς, που «κλέβουν» ψήφους από τη Σοσιαλδημοκρατία. Σε αυτό το πλαίσιο, η πτώση του συνδικαλισμού αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Οι έρευνες δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι χαμηλών εισοδημάτων και μόρφωσης στρέφονται ευκολότερα προς την ακροδεξιά όταν δεν είναι μέλη συνδικάτων.
Σε χώρες πάλι όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Βρετανία, η Κεντροαριστερά χάνει έδαφος σε ένα δεύτερο μέτωπο, τις μαχητικές ακροαριστερές μειονότητες. Ο μηχανισμός του Εργατικού Κόμματος, που ήταν πανίσχυρος από το 1997 ως το 2010, περνά στον έλεγχο νεομαρξιστών που περιφρονούν την κοινοβουλευτική πολιτική και προτιμούν να απευθύνονται στον ιδεαλισμό των νέων ανθρώπων.
Όπως το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας χάνει ψήφους που πηγαίνουν στο Κόμμα της Ανεξαρτησίας, έτσι και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας χάνει ψήφους στην κατεύθυνση του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου. Το αποτέλεσμα είναι να μην είναι σίγουρο ότι ο σοσιαλιστής υποψήφιος θα είναι παρών στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Μαΐου. Ακόμη πιο δραματικά είναι τα πράγματα στην Πολωνία, όπου στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου η Αριστερά δεν κέρδισε ούτε μία έδρα.
Θα ήταν ανόητο να υποστηρίξει κανείς ότι η μετριοπαθής ευρωπαϊκή Αριστερά έχει πεθάνει. Όμως το εκλογικό της σώμα είναι διασπασμένο. Από τη μια πλευρά είναι οι λιγότερο προνομιούχοι ψηφοφόροι, με συντηρητικές κοινωνικές αξίες, που αισθάνονται να πολιορκούνται από την ΕΕ και την παγκοσμιοποίηση, κι από την άλλη οι κοσμοπολίτες φιλελεύθεροι που αγαπούν την ΕΕ και επωφελούνται από τον ανοιχτό κόσμο.
Στην Αυστρία, τη Γαλλία και άλλες χώρες μοιάζει όλο και πιο μάταιο να προσπαθεί κανείς να διατηρήσει αυτές τις δύο ομάδες κάτω από την ίδια κομματική στέγη. Η φιλοευρωπαϊκή πλευρά αντιμετωπίζει έτσι ένα δίλημμα. Είτε θα διατηρήσει για λόγους αρχής τα διεθνιστικά της χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να χάσει τους συντηρητικούς, είτε θα ζητήσει σκληρότερα μέτρα από την ΕΕ, ιδίως στον τομέα της μετανάστευσης, γνωρίζοντας ότι μόνο έτσι μπορεί να ξανακερδίσει τους χαμένους της ψηφοφόρους.
(Πηγή: The Financial Times)
(*) Ο Τόνι Μπάρμπερ είναι αρθρογράφος των Financial Times