Κάτω στα δασιά πλατάνια, στην κρυόβρυση, λίγα μέτρα πριν από τον παράδρομο, σταμάτησε ένα αυτοκίνητο. Ο οδηγός, χωρίς να σβήσει τη μηχανή, κατέβηκε, κοίταξε γύρω και άνοιξε την πίσω αριστερή πόρτα. Ένας σκύλος με λουρί στο λαιμό, πήδηξε έξω. Το ένα μάτι του ήταν ασημί σαν καλυμμένο με λευκοπλάστ, σαν να είχε γλαύκωμα, και το άλλο, μισό ασημί, μισό καφέ. Ήταν όμορφο, ξανθό, χωρίς πολύ τρίχωμα, μεσαίου ύψους, αλλά λαμνάτο. Ο οδηγός ξαναμπήκε στο αμάξι κι έφυγε αφήνοντας σύξυλο το σκύλο που τον παρακολουθούσε ώσπου χάθηκε στη στροφή. Μετά, όπως ήταν φυσικό, άρχισε να γαυγίζει προς το μέρος του όχι επιθετικά, παραπονιάρικα, κλαίγοντας σχεδόν, κραυγάζοντας.
"Πού πας αφεντικό και μ' αφήνεις; Πού πας φίλε; Τι θ' απογίνω εγώ τώρα; Όταν με ήθελε ο γιόκας σου και η κορούλα σου για να παίξουν μαζί μου ήμουν καλός ε; Τώρα δε με χρειάζεσαι. Τώρα πας διακοπές με τη γυναικούλα σου και τα κουτσούβελά σου και σου είμαι βάρος. Τώρα φεύγεις και μ' αφήνεις μόνο κι έρημο σε ξένα χέρια. Όταν σε φύλαγα απ' τους κλέφτες και τους λωποδύτες ήμουν καλός. Τώρα με πετάς σαν στυμμένη λεμονόκουπα, σαν το σκυλί στ' αμπέλι θα πάω. Δεν πειράζει όμως. Δεν σου κρατώ κακία. Απ' το Θεό να το βρεις! Τσουρούτικε, ε τσουρούτικε". Δεν κατάλαβα αν τον έβρισε τελικά. Δεν ξέρω τούρκικα. Κάτι σκυλίσια τσάτρα πάτρα. Αυτά όμως που είπε τα κατάλαβα. (Τώρα το σκυλί αυτό κυκλοφορεί στη γειτονιά μου. Είναι ήσυχο, υπάκουο. Αν του δώσεις κι ένα ξεροκόμματο σε λατρεύει. Αλλιώς σε κοιτάει στα μάτια κουνώντας την ουρά του. Είναι παιχνιδιάρικο. Δεν κάνει παρέα με ομοίους του).
Στην πόλη υπάρχουν πολλά αδέσποτα . Σε πάρκα, σε πλατείες, σε δρόμους, παραδρόμους. Αλλοίμονό μας αν συνεννοηθούν οψέποτε και μας ορμήσουν. Τρεχάτε ποδαράκια μου. Ευτυχώς πολλά είναι ήμερα, φιλότιμα. Και επικρατούν οι απόψεις τους. Εμένα πάντως δεν μου επιτέθηκε κανένα. Έχω να το λέω.
Θυμήθηκα τώρα ένα περιστατικό που μου συνέβη, όταν ένα βράδυ κατηφόριζα την Ολύμπου. Συγκεντρωθήκαμε κάποιοι φίλοι σε γνωστό μας ταβερνάκι, με ψάθινες καρέκλες και σταμπωτά τραπεζομάντιλα, για να τιμήσουμε τη μνήμη φίλου που μας άφησε χρόνους. Με αναστεναγμούς, ενθυμίσεις, αναφορές στον εκλιπόντα, "τι είναι ο άνθρωπος, ένα τίποτα", με πιοτό, ασήκωτα ρεμπέτικα και λυπητερά ζεϊμπέκικα, χορό, τραγούδια και ανέκδοτα και γέλια μέχρι δακρύων, αποφασίσαμε κατά τις τρεις το πρωί (μια πολύ λογική ώρα για συνετούς), να το διαλύσουμε αφού δεν έμεινε τίποτ' άλλο να πιούμε. Κάποιος είπε να πάει να φέρει κα 'να δυο ματζάνες ακόμα, αλλά δεν εδέησε. Το δικαιολογούσε κι ο καιρός. Φλεβάρης μήνας θα 'τανε θαρρώ. Βγαίνοντας από την ταβέρνα ο δρόμος ήταν αγνώριστος. Κάτασπρος. Είχε χιονίσει. Και χιόνιζε. Κρύο τάντανο. Σήκωσα την κουκούλα του ωραίου μου μαύρου μπουφάν (Ωραίο! Εν πάση περιπτώσει. Το πρωί το είχα αγοράσει, άλλο χρώμα ήθελα, αλλά η πωλήτρια με έπεισε να πάρω μαύρο. Και να πεις ότι ήτανε περίοδος εκπτώσεων. Αλλά αυτά παθαίνεις άμα δεν έχεις δική σου γνώμη και αφήνεσαι να παρασυρθείς από τα θέλγητρά της. Το αυτό συνέβη και με τα καινούργια μου σκαρπίνια. Να τα φέρεις να τα βάλουμε στο καλαπόδι, είπε. Το καλαπόδι της μάρανε, που έβγαλαν κάλους τα πόδια μου δεν τη συγκίνησε), έσφιξα τη ζώνη γύρω από τη μέση, έχωσα τα χέρια μου στις τσέπες και έφτασα στην αρχή της Ολύμπου, καμπουριάζοντας. Ένα αυτοκίνητο πέρασε από δίπλα μου με μεγάλη ταχύτητα. Έγινα αγνώριστος. Το μπουφάν παρδάλισε από λάσπες και χιόνι. Κατασυγχύστηκα, Πού πήγαινε τέτοια ώρα, τρεις το πρωί, έτσι γκαζωμένος; Βιαζόταν να συναντήσει το φίλο μας; Τον μούτζωσα, χαμπάρι αυτός. Ευτυχώς.
Το λοιπόν περνώντας το Ωδείο και κοντά στα "Ασπρα Πουλιά", μια αγέλη από δέκα-δεκαπέντε σκυλιά, λυκόσκυλα, μπουλντόκ, κ.λ.π., όλων των ειδών, λες και εκεί είχαν τα γραφεία τους, λες και είχαν αρχαιρεσίες, ή έπαιζαν πρέφα ή τάβλι και βγήκαν να παίξουν χιονοπόλεμο, με περιστοίχισε. Πανικοβλήθηκα. Μου έφυγε με μιάς όλο το μεθύσι. Το θολωμένο μου μυαλό συνήλθε παρευθύς. Προχώρησα, ένα κινούμενο ημίλευκο άγαλμα, με την ψυχή στο στόμα, παριστάνοντας τον ψύχραιμο, περικυκλωμένος από παντού. Με πλησίασαν. Άρχισαν να με μυρίζουν. Άλλα πήγαιναν μπροστά, άλλα πίσω. Καθ' οδόν άλλα σκυλιά έρχονταν να προστεθούν στην συντροφιά. Κάτασπρα, ταλαιπωρημένα, μπορεί νηστικά. Μα όπως αποδείχτηκε παιχνιδιάρικα. Χαρούμενοι αλήτες. Σαν να απολάμβαναν το λευκό τοπίο άμα δε και την παρουσία μου. Το χιόνι έπεφτε λάικ θρου που λέει κι ο Ζαμπέτας. Έτρεχα, έτρεχαν. Σταματούσα, σταματούσαν. Παράλληλα άλλα γαύγιζαν, άλλα ούρλιαζαν. Όμως κανένα δε με δάγκωσε. Μάλιστα τώρα τα ευγνωμονούσα που με φύλαγαν, ως εμπροσθοφυλακή κι οπισθοφυλακή από άρπαγες. Από επίδοξους ληστές. Έπιασα να τραγουδώ για να πάρω κουράγιο. Κάπου-κάπου κοιτούσα προς τα πίσω. Παλιά δεν το έκανα. Τώρα φοβάμαι. Κοντά στο Μύλο του Παπά, άρχισαν να αραιώνουν. Ένα όμως έμεινε. Με συνόδεψε μέχρι το σπίτι περνώντας με σώο και αβλαβή μέσα από τα θεοσκότεινα στενά, προστατεύοντάς με μη με φάει κανένας. Μπήκα στο σπίτι και από περιέργεια κοίταξα από το παράθυρο. Στεκόταν εκεί ανακούρκουδα, καθισμένος στα πισινά του πόδια, σκεφτικός και περίμενε. Βγήκα έξω και του έδωσα ένα κομμάτι ψωμί. Την ώρα που έτρωγε έσκυψα να το χαϊδέψω. Γύρισε και μ' άρπαξε απ' το μανίκι. Πάει το ωραίο μου μπουφάν. Εμ τι περίμενες. Ευτυχώς σώθηκε το χέρι μου.
Χαϊδεύουν τα σκυλιά όταν πεινάνε;