Η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827 αναφέρει χαρακτηριστικά: «Επαρχίαι της Ελλάδος είναι, όσαι έλαβον και θα λάβωσι τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας», πράγμα που σημαίνει ότι η ισχύς των όπλων θα ορίσει τελικά την ελληνική επικράτεια. Αυτό οφείλουμε να το έχουμε κατά νου όταν κοιτάμε στους χάρτες που κρεμάμε στους τοίχους μας! Η λογική τού τότε και του σήμερα δεν έχει αλλάξει. Επομένως, η γαιοκτησία αλλά και τα θαλάσσια σύνορα αυξομειώνονται ανάλογα με το ποιος έχει το πάνω χέρι στρατιωτικά.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διατυπώνει στις 24 Φεβρουαρίου 1821 το μανιφέστο του Αγώνα, το «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Καλεί τους Έλληνες να «μιμηθούν» τους Λαούς της Ευρώπης και να διεκδικήσουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, και προσθέτει ότι «οι αδερφοί μας και φίλοι [...] Σέρβοι, Ηπειρώτες και Σουλιώτες, οπλοφορούντες μας περιμένουν». Όπως βλέπουμε, εκείνη τη μακρινή εποχή τα έθνη και οι φυλές δεν είχαν την ίδια σημασία που έχουν σήμερα. Στο μανιφέστο βρίσκονται καταγεγραμμένες ορισμένες αλήθειες και θα πρέπει να δώσουμε τη δέουσα προσοχή. Στο κείμενό του δεν οριοθετούνται εθνικά σύνορα. Μέσα σε μια αχανή Οθωμανική αυτοκρατορία κάτι τέτοιο θα ήταν ίσως αστείο, να διεκδικήσει δηλαδή ένας λαός μια «εθνική ιδιοκτησία». Ανασταλτικοί παράγοντες ήταν η πανσπερμία εθνοτήτων, φυλών, γλωσσών, θρησκειών αλλά και εθίμων ή συνηθειών. Πάντως, τόσο η δική του προκήρυξη όσο και άλλων πρωταγωνιστών του Αγώνα εστιάζουν σε βασικούς άξονες: γλώσσα, θρησκεία, πατρίδα, αρχαίους προγόνους και όπως είναι φανερό και οι τέσσερις άξονες έχουν ασάφειες και προβλήματα.
«Η Πατρίς μάς προσκαλεί» φωνάζει ο Υψηλάντης. Αλλά ποια ήταν η Πατρίδα του 1821; Πού ξεκινούσε, πού τελείωνε; Η επανάσταση τελικά ξεκίνησε στην Πελοπόννησο, αλλά ως πού θα έφτανε; Τα νησιά, η Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας τι θα γίνονταν; Ποια θα ήταν τα εξωτερικά σύνορα και πού θα σταματούσε η Μακεδονία; Η έννοια της «εδαφικής Πατρίδας» ήταν κάτι εντελώς ασαφές και ενώ τα εθνικά κράτη της Ευρώπης αποκτούσαν συγκεκριμένα σύνορα, η Ελλάδα δεν ήξερε ούτε πού τελείωνε ούτε πού θα άρχιζε. Το ζητούμενο ήταν να απελευθερωθεί ο ελληνικός πληθυσμός από τους Τούρκους και να γίνει ανεξάρτητος. Όμως ποιος ελληνικός πληθυσμός; Μια βασική προϋπόθεση ήταν όσοι μιλούσαν ελληνικά ή ήταν ορθόδοξοι. Όμως παντού στα Βαλκάνια υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί, όπως και εντός της γεωγραφικής περιοχής που αντιστοιχεί στη σύγχρονη Ελλάδα υπήρχαν βουλγαρικοί, σέρβικοι, αλβανικοί, τούρκικοι κ.ά. Η ιδέα του αλύτρωτου ελληνισμού γεννιέται εκείνη την εποχή, όπως άλλωστε συνέβη και για άλλους βαλκανικούς λαούς.
Μόλις το 1828 ο Καποδίστριας δηλώνει στη διάσκεψη του Πόρου τα πολύ φιλόδοξα σχέδιά του για σύνορα από τον κόλπο του Βόλου ως την Κρήτη, ενώ οι αντιπρέσβεις των ξένων δυνάμεων μιλούν για γραμμή Βόλου-Άρτας χωρίς την Κρήτη. Ο ίδιος ο Καποδίστριας δεν πίστευε ότι η Κρήτη και η Χίος ήταν δυνατόν να ενσωματωθούν ποτέ στην Ελλάδα και γι’ αυτό δεν πρότεινε να γίνουν εκεί πολεμικές προσπάθειες.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία καταρρέει και στην Πελοπόννησο συγκεντρώνεται ο πιο συμπαγής ελληνικός πληθυσμός. Μετά, βλέποντας και κάνοντας, όπως πάντα. Αν σκεφτούμε ότι τα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν το 1947, διαπιστώνουμε ότι η επανάσταση κράτησε 126 χρόνια! Μια Ελλάδα που διαρκώς μεγάλωνε, που ενσωμάτωνε, εκτός από πληθυσμούς, και διαφορετικές νοοτροπίες (διοικητικές, οικονομικές, πολιτικές, εθιμικές). Σε αυτό το περιβάλλον δεν ήταν εύκολο να ομογενοποιηθεί ο τρόπος που ασκούνταν η εξουσία ή η οικονομία. Για παράδειγμα, αν σκεφτούμε τα συμφέροντα που είχαν τα Ζαγοροχώρια και η Χίος, θα διαπιστώσουμε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο τα μέτρα που θα έπαιρνε μια κεντρική εξουσία να εφαρμοστούν κατά τον ίδιο τρόπο και συνέπεια σε τόσο διαφορετικά μεταξύ τους μέρη. Ακόμα και σήμερα, το χάσμα ανάμεσα στην ανάγκες διαφορετικών περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας, πόσο μάλλον ανάμεσα σε αυτές και τα νησιά, κάνουν την πολιτική και οικονομική αλλά και την πολιτισμική συνεννόηση εξαιρετικά δυσκίνητη και αναποτελεσματική.
Η Ελλάδα τού τότε ήταν μια πατρίδα χωρίς σύνορα. Ο μεγαλοϊδεατισμός και οι συμφορές του, με αποκορύφωμα την Μικρασιατική Καταστροφή, είναι απότοκος αυτής της ανοριοθέτητης πατρίδας. Όσον αφορά την μίμηση των ευρωπαϊκών ιδεωδών, αυτή δεν ταίριαξε στην ψυχή του Έλληνα, γιατί δεν πήγαζε εκ των έσω. Ευγενικά ιδεώδη η ελευθερία και τα δικαιώματα, αλλά άγνωστα ή ανώριμα για τους Έλληνες του 18ου και 19ου αιώνα.
Ένα επίσης μεγάλο πρόβλημα αποδείχτηκε η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881, αλλά και της Μακεδονίας μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων. Ενώ στην ως τότε ελεύθερη Ελλάδα η μικρή ιδιοκτησία είχε ήδη επιβληθεί από νωρίς, στα νέα εδάφη η μεγάλη γαιοκτησία θεωρούνταν δεδομένη. Αυτό δεν είχε προεκτάσεις μόνο στη δομή της αγροτικής παραγωγής αλλά ήταν ένα πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα που γρήγορα θα εκδηλωθεί (βλέπε εξέγερση των κολίγων). Αν σε αυτό το αγροτικό πρόβλημα προσθέσουμε α) το ένα εκατομμύριο πρόσφυγες που ήρθαν από τη Μικρά Ασία, β) την εκδίωξη των Ελλήνων-Μουσουλμάνων της Μακεδονίας αλλά και της Κρήτης, γ) το κύμα της μετανάστευσης προς την Αμερική, δημιουργείται μια νέα κοινωνική διαστρωμάτωση που διαταράσσει την σχετικά σταθερή δομή του έθνους, παρά την κοινή γλώσσα και θρησκεία. Ας σκεφτούμε μόνο τι τράβηξαν οι Μικρασιάτες από τους γηγενείς Έλληνες έως ότου ενσωματωθούν. Η γεωγραφική αύξηση και οι ανταλλαγές των πληθυσμών οδηγούν ακόμα και σε εθνικές εκκαθαρίσεις. Ντόπιοι και πρόσφυγες (επαρχία), πρόσφυγες και Εβραίοι (Θεσσαλονίκη), εργάτες-φασίστες (Αθήνα), είναι μόνο μερικά δίπολα που αντιμάχονται σε μια Ελλάδα που εν μέσω βαλκανικών πολέμων ξεκινάει τον «Εθνικό Διχασμό».
Η διαρκής ενσωμάτωση εδαφών-πληθυσμών στη νέα Ελλάδα δημιούργησε προβλήματα που εκτείνονταν από την πολιτική και διοικητική διακυβέρνηση ως το εθιμικό δίκαιο και το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Εκτός αυτού, η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 έφερε μια νέα αναστάτωση σε μια χώρα που ακόμα και σήμερα δεν φαίνεται να έχει ηρεμήσει. Μέσα σε όλα αυτά, η επιθυμία του καθενός να αποδείξει ότι είναι «πιο Έλληνας» από τον άλλο καταδεικνύει μια μακρά ιστορία «ανασφάλειας» για το τι είμαστε αλλά ταυτόχρονα και μια «διεκδίκηση» ενός κομματιού εξουσίας και πλούτου, εφόσον ισχύει το ρητό «η Ελλάδα ανήκει στους πιο Έλληνες!». (Ο φασισμός στην χώρα μας είναι το ακραίο προϊόν του μείγματος ανασφάλειας-διεκδίκησης.)
Η γεωγραφία φαίνεται να έπαιξε έναν καταλυτικό ρόλο στη σύγχρονη πραγματικότητα, αφού τα νεότερα μέλη επιζητούσαν περισσότερη προσοχή ενώ τα μεγαλύτερα φοβόταν μη χάσουν τα κεκτημένα. Μοιάζει, όλο αυτό το μοντέλο ανάπτυξης του έθνους, με μια πολυμελή οικογένεια που τα παιδιά μαλώνουν για το ποιος θα πρωτοπάρει την αγάπη των γονιών τους. Υπάρχει μια ψυχολογική θεωρία που υποστηρίζει ότι τα παιδιά διεκδικούν με πάθος την περιουσία των θανόντων γονιών όταν δεν έχουν πάρει αγάπη από αυτούς ενόσω ζούσαν. Όσοι αγαπήθηκαν από τους γονείς τους από την άλλη συνήθως δεν διεκδικούν τίποτα. Αν κάνουμε μια (παρακινδυνευμένη) αναγωγή αυτού του φαινομένου στα δημόσια θέματα θα μας πείσει ότι σχεδόν όλοι θέλουμε ένα μερίδιο εξουσίας, αξιωμάτων, περιουσίας. Είναι γιατί η «μαμά Πατρίδα» δεν μας αγάπησε πραγματικά και θα πάρουμε αυτό που μας ανήκει (ή που νομίζουμε ότι μας ανήκει) με όποιο τρόπο εμείς πιστεύουμε ότι είναι ο προσφορότερος. Η νομιμότητα αλλά και η αυθαιρεσία είναι δύο διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους διεκδικούμε την κοινή έλλειψη αγάπης του έθνους προς τα παιδιά του. Αγαπημένη ελληνική οικογένεια τι σου ΄μελλε να πάθεις!
www.ak.gr