Το 1929 ο πρύτανης του πανεπιστημίου Αθηνών σε λόγο του διαπίστωνε ότι «οι μαθηταί, οι οποίοι έρχονται να δώσουν εξετάσεις εις το πανεπιστήμιον και να γίνουν ακαδημαϊκοί πολίται δεν έχουν σαφή αντίληψιν των εννοιών…Η ασυνταξία, η ασυναρτησία, το πέλαγος των ιδεών και των εκφράσεων είναι ανεκδιήγητα πράγματα». Μια γενιά αργότερα, το 1963, ο «αγράμματος» του 1929, αλλά προπρύτανης τώρα του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευ. Φωκάς, διαπίστωνε. «Με τας πνοάς των φθινοπωρινών ανέμων κατά χιλιάδας καταφθάνουν οι απόφοιτοι των γυμνασίων της Ελλάδος προ των Προπυλαίων του πανεπιστημίου. Ελάχιστοι εξ αυτών είναι ικανοί προς παρακολούθησιν πανεπιστημιακής παιδείας. Οι περισσότεροι είναι αδύνατοι, απαράσκευοι ή αγράμματοι».
Είκοσι χρόνια αργότερα «οι αγράμματοι» του 1963, που έχουν καταλάβει πανεπιστημιακές και υψηλές πολιτικές θέσεις, ‘ανακαλύπτουν’ κι αυτοί με τη σειρά τους «τη φθορά και διαφθορά της γλώσσας καθώς και τη λεξιπενία των νέων». Πρωτοπαλίκαρο σ’ αυτή την ‘πρωτόφαντη ανακάλυψη’ είναι ο μέχρι τότε φανατικός καθαρευουσιάνος και νεοφώτιστος στη δημοτική Γ. Μπαμπινιώτης, καθηγητής της γλωσσολογίας στο «Αθήνησι». Για να προστατεύσει τη γλώσσα από τους ‘κακούς διαφθορείς της’, ιδρύει στις 18/3/1982 τον «Ελληνικό Γλωσσικό Όμιλο» με σκοπό την προστασία της ελληνικής γλώσσας από τους κακούς, που κατά την άποψή του είναι οι παλιοί δημοτικιστές (Κριαράς, Τσολάκης, Μαρωνίτης κλπ), οι οποίοι είχαν αναλάβει το έργο της γλωσσικής μεταρρύθμισης. Επειδή ‘διαπιστώνει’, χωρίς βέβαια καμιά έρευνα, ότι αιτία της λεξιπενίας των νέων είναι η μη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο-στο Λύκειο διδάσκονταν-, όταν το 1991 γίνεται πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, επαναφέρει τα Αρχαία στο Γυμνάσιο. Όμως το πρόβλημα δε λύθηκε και από το 2004 κι ύστερα οι ‘φωστήρες’ νεοκαθαρευουσιάνοι ξαναανακαλύπτουν τη γλωσσική φτώχεια των νέων. Κι αντί να αυξήσουν τις ώρες διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών αυξάνουν τις ώρες των Αρχαίων. Προσπαθούν δηλ. να διδάξουν στα παιδιά μπάσκετ βάζοντάς τα να παίζουν ποδόσφαιρο.
Το ‘παραμύθι’ της λεξιπενίας των νέων ‘ξαναανακαλύφθηκε’ στο συνέδριο που οργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών στις 8-10/3/13, στο οποίο διάφοροι ακαδημαϊκοί με ‘βαρύγδουπες’ δηλώσεις θρηνούσαν για την κατάντια της γλώσσας των νέων. Τελευταίοι που ανακάλυψαν ότι οι νέοι δε χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα είναι κάτι βαριά ‘δημοσιογραφικά πεπόνια’, που θαρρούν πως τα ελληνικά του Παλαμά, του Ρίτσου, του Σεφέρη κλπ είναι τίποτα μπροστά στα δικά τους. Και προτείνουν μάλιστα για φάρμακο τη διδασκαλία της καθαρεύουσας!.. Το περίεργο είναι ότι όλοι όσοι διαπιστώνουν τη λεξιπενία των νέων δεν έχουν κάνει ούτε μια εμπειρική έρευνα που να αποδεικνύει την αλήθεια της άποψής τους, να συγκρίνουν π.χ. εκθέσεις μαθητών Β΄ Λυκείου του 1975 και του 2016 και να ιδούν ποιοι υπερέχουν. Αντίθετα όλες οι συγκριτικές έρευνες που έχουν γίνει με επιστημονική μεθοδολογία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι σημερινοί νέοι χρησιμοποιούν πολύ καλύτερα τη γλώσσα από τις περασμένες γενιές. Δε χρειάζεται βέβαια να ψάξουμε και πολύ. Αρκεί να παρακολουθήσουμε στην τηλεόραση μια συζήτηση πολιτικών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων, συνδικαλιστών κλπ., για να διαπιστώσουμε με θλίψη ότι λεξιπένητες και ανίκανοι να συζητήσουν και να αρθρώσουν συγκροτημένο λόγο είναι οι πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, δημοσιογραφικοί κλπ. ‘αστέρες μας’. Πώς να παραδεχτούν όμως πως πάσχουν από λεξιπενία! Αυτό χρειάζεται γλωσσική αυτογνωσία. Αλλά ποιος την έχασε, για να τη βρουν οι πολιτικοί και πολιτισμικοί μας ταγοί. Το ‘παραμύθι’ της φθοράς της γλώσσας και της λεξιπενίας των νέων είναι πολύ βολικό γι’ αυτούς. Δείχνει πολιτισμική ανωτερότητα.