Ξεκίνησε πριν από καιρό και φαίνεται ότι θα συνεχίσει. Είναι η μοίρα του νάρκισσου, κατά τη Μυθολογία μας, να συνεχίζει να κοιτάζει και να αυτοθαυμάζει το είδωλό του στο νερό (σήμερα στο... γυαλί) μέχρι να καταστραφεί. Ας τον συντροφέψουμε, με τρεις αφηγήσεις. Τώρα πια άλλη ζημιά δεν μπορεί να μας κάνει... Ας προφυλαχτούν οι Ευρωπαίοι από το DIEM25 που ίδρυσε φανφαρόνικα!
Όρος και Μυς
Και ηρώτησεν ο μυς το όρος: «Συ με έτεκες;» Και το όρος απεκρίθη: «Εγώ βεβαίως! Και ο μυς κατεπλάγη: «Αλλά τότε προς τι αι οδύναι και οι μηκυθμοί σου;» Και το όρος εφιλοσόφησεν: «Ω, τέκνον αδαές, δεν είναι το γεγονός όπερ βαρύνει. Είναι η εκ του γεγονότος εντύπωσις. Εκ της εντυπώσεως γεννώνται αι φήμαι και διασπείρονται αι ελπίδες. Και δια της εντυπώσεως πλάθονται οι μύθοι και συλλέγονται αι ψήφοι». «Εκ του μηδενός, άρα εις το ουδέν» ώκτυρεν ο μυς.
Είναι η εισαγωγή από έξοχο χρονογράφημα του Νίκου Πολίτη (1989). Η συνέχεια, σε πιο... soft νεοελληνικά, μη τρομάξουμε και κανένα λυκειόπαιδο, είναι απλή: Το όρος, αφού άρπαξε τον ποντικό από τον λαιμό, τον σβούριξε δυο-τρεις φορές και τον εκσφενδόνισε μακριά λέγοντάς του: «Έρρωσω ευδαιμονών!» Μας απόμεινε το «ώδινεν όρος, έτεκε μυν», η... ’Βαρουφιάδα’!
Αυτή η θεία επαφή, αν και επιφανειακή, με τα ριζιμιά της γλώσσας μας, επέτρεψε και μια... παραλλαγή: «Νάρκισσος νάρκισσω αεί πελάζει». Και στην δεύτερη αφήγηση. (Τζέημς Θέρμπερ).
Η κότα και η κόλαση
Μια φορά κι έναν καιρό, μια κόκκινη κοτούλα τσίμπαγε πέτρες και σκουλήκια και σπόρους σε μιαν αυλή (ΣΣ: καλή μας ώρα, όπως ο γράφων... ) όταν κάτι έπεσε πάνω στο κεφάλι της. «Πέφτει ο ουρανός!» φώναξε κι άρχισε να τρέχει και να φωνάζει συνέχεια: «Πέφτει ο ουρανός! Όλες οι κότες που συνάντησε κι όλοι οι κόκορες και οι γαλοπούλες και οι πάπιες την περιγελούσαν με υπεροψία, όπως περιγελάει κανείς κάποιον που έχει τρομοκρατηθεί, όταν αυτός δεν έχει τρομοκρατηθεί. «Πώς είπατε;» κακαρίζανε. «Πέφτει ο ουρανός!» φώναζε η κόκκινη κοτούλα. Τέλος ένας πολύ στομφώδης κόκορας της είπε: «Μη γίνεσαι γελοία αγαπητή μου, στο κεφάλι σου επάνω έπεσε μόνο ένα μπιζέλι». Και γέλασε και όλοι γελάγανε, εκτός από την κόκκινη κοτούλα. Τότε, ξαφνικά, με ένα τρομερό βουητό χοντρές κομματάρες αποκρυσταλλωμένων σύννεφων και πελώριοι όγκοι παγωμένου μπλε ουρανού άρχισαν να πέφτουν από ψηλά επάνω σε όλους. Και σκοτωθήκανε όλοι, ο κόκορας που περιγελούσε την κοτούλα και η κόκκινη κοτούλα κι όλοι οι άλλοι στην αυλή του κοτετσιού, γιατί ο ουρανός έπεφτε πραγματικά.
Επιμύθιο: Οι νάρκισσοι εντυπωσιάζονται μεταξύ τους, παραμυθιάζονται μεταξύ τους, η αλαζονεία τους δεν τους αφήνει να νιώσουν και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα σαν φυσικό γεγονός. Τους συνδέει μια αμοιβαία εκλεκτική συνάφεια. Μέχρι να εκδηλωθούν μεταξύ τους ανταγωνισμοί για τα πρωτεία. Το ζήσαμε, το ζούμε... Γι’ αυτό και οι πρώτοι υποστηρικτές της νέας «Βαρουφακιάδας», δηλαδή ο Τζούλιους Άζανζ, ο Σλαβόϊ Σίζεκ και όπως φημολογείται ο κ. Αλέξης Μητρόπουλος, ίσως και η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου, θα την κάνουν εκρηκτική. Μια ταπεινή κοτούλα δεν μπορεί να σταθεί δίπλα τους... Είναι ακόμα τρομαγμένη από την έκφραση: «Πώς είπατε;... ».
Η γαλοπούλα
Η τρίτη αφήγηση είναι από δημοσίευση του πολύπειρου αλλά και χαρισματικού κ. Α. Δρυμιώτη, του περασμένου καλοκαιριού (Καθημερινή-26.7.15). Ως πολιτικός μηχανικός και έμπειρος αναλυτής ανίχνευσε εύστοχα τα όρια του ναρκισσισμού και του απερίσκεπτου μεγαλοϊδεατισμού που τον συνοδεύει. Σχεδόν προφητικά για ότι επακολούθησε.
Μια γαλοπούλα, λοιπόν, συνομιλούσε με έναν ταύρο. «Θα ήθελα να μπορούσα να ανέβω στην κορυφή αυτού του δέντρου» είπε η γαλοπούλα «αλλά δεν έχω δυνάμεις». «Γιατί δεν δοκιμάζεις λίγο από τα περιττώματά μου;» απάντησε ο ταύρος «είναι πολύ θρεπτικά». Η γαλοπούλα τσίμπησε από έναν σωρό κοπριάς και διαπίστωσε ότι της έδωσε αρκετή δύναμη για να φτάσει το κατώτερο κλαδί του δέντρου. Την άλλη μέρα, αφού έφαγε περισσότερη κοπριά, έφτασε στο δεύτερο κλαδί. Τελικά, ύστερα από τέσσερις νύχτες, η γαλοπούλα με περηφάνια σκαρφάλωσε στην κορυφή του δένδρου. Όμως, γρήγορα έγινε αντιληπτή από έναν κτηματία, που την πυροβόλησε και την έριξε κάτω από το δέντρο.
‘Ηθικό δίδαγμα της ιστορίας’ (κατά τον αφηγητή): Με σκατά εφόδια μπορεί να ανεβείς ψηλά, αλλά για πολύ λίγο.
Ελεύθερη ερμηνεία, κατά τον γράφοντα: Ίσως να θέλεις και να πιστεύεις ότι μπορείς να επηρεάσεις τα ευρωπαϊκά πράγματα. Αυτό, όμως, δεν γίνεται όταν δεν μπορείς να κουμαντάρεις καλά ούτε τα ελληνικά. Ας προσέχουν οι... γαλοπούλες!
(Και για την αντιγραφή: Κ.Ι.Χατζής)