* Του Θωμά Δ. Ρετσιάνη, ιατρού
H Φυσική ως επιστήμη, εξελίχθηκε στην πορεία των αιώνων μέσω της επιστημονικής μεθοδολογίας, η οποία περιλαμβάνει την παρατήρηση, τη διατύπωση θεωρίας-μοντέλου, την πρόβλεψη αποτελέσματος-φαινομένου και το πείραμα που επιβεβαιώνει ή ορθότερα μάλλον, κατά τον Πόπερ, δεν διαψεύδει τη θεωρία. Έτσι, έχουμε διατυπωμένους φυσικούς νόμους, αξιώματα, υποθέσεις και θεωρίες. Δεν θα μακρηγορήσω αναλύοντας διεξοδικότερα την εξέλιξη της Φυσικής από τη φυσική φιλοσοφία στις σύγχρονες θεωρίες που φιλοδοξούν να αποκαλύψουν τη μία, ενοποιημένη φυσική θεωρία, όχι γιατί το θέμα δεν έχει ενδιαφέρον(αντιθέτως, ίσως αυτή να είναι η ουσία της επιστήμης),αλλά αφενώς το εύρος των γνώσεών μου επί του αντικειμένου δεν μου επιτρέπει ούτε τεχνικά ούτε ηθικά να το πράξω, αφετέρου γνωρίζω πως σε πολλούς δεν είναι ιδιαιτέρως ευχάριστη η ανάγνωση μακροσκελών αναλύσεων που δεν καταλήγουν εύκολα σε ένα τελικό και οριστικό συμπέρασμα. Βέβαια, ο στόχος του παρόντος άρθρου δεν είναι να ικανοποιηθούν όλοι οι αναγνώστες του, αλλά ούτε φυσικά να δυσαρεστηθούν-τουλάχιστον από την πρώτη κιόλας παράγραφο. Ας παραθέσω λοιπόν απλώς δύο αξιώματα της φυσικής. Το πρώτο θερμοδυναμικό αξίωμα: Η ολική ενέργεια κάθε συστήματος και του περιβάλλοντός του, θεωρουμένων ως σύνολο, παραμένει σταθερή. Επίσης, η εσωτερική ενέργεια ενός απομονωμένου συστήματος είναι σταθερή και αν προσφερθεί θερμότητα στο σύστημα αυτό, ένα μέρος της εκφράζεται ως αύξηση της εσωτερικής ενέργειας του συστήματος και το άλλο δίνεται στο περιβάλλον μέσω του έργου που μπορεί να παραχθεί από το σύστημα. Το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα: Είναι αδύνατο οποιοδήποτε σύστημα να υποστεί μια μεταβολή κατά την οποία θα απορροφήσει θερμότητα από σώμα ορισμένης θερμοκρασίας και θα την μετατρέψει όλη σε μηχανικό έργο, επιστρέφοντας στην κατάσταση από την οποία ξεκίνησε (διατύπωση Kelvin - Planck) ή είναι αδύνατο να μεταφερθεί θερμότητα από ένα σώμα προς άλλο σώμα υψηλότερης θερμοκρασίας χωρίς δαπάνη ενέργειας(διατύπωση Clausius). Τέλος, η εντροπία εκφράζει την υποβάθμιση της αξίας της ενέργειας ενός συστήματος από την άποψη της ικανότητάς του για παραγωγή ωφέλιμου έργου-η εντροπία είναι ένα μέτρο αταξίας του συστήματος.
Μετά τη Φυσική; H μεταφυσική είναι κλάδος της φιλοσοφίας, αλλά και όρος που χρησιμοποιούμενος στη νεοελληνική έχει πολλές φορές αρνητικό φορτίο συνδεόμενος συνειρμικά με ψευδο-επιστημονικές γραφικότητες και συνειδησιακή και συναισθηματική αταξία-η φράση ‘έχω πολλές μεταφυσικές ανησυχίες και αναζητήσεις’ μοιάζει με ένα τοτέμ που διαπερνάει όλα τα κοινωνικο-οικονομικο-μορφωτικά στρώματα της νεοελληνικής κοινωνίας. Μανιχαϊστικά, η Φυσική είναι το ορθό, το κανονικό, το απτό, ενώ η μεταφυσική το περίεργο, το ακατανόητο, το άυλο. Για τους λόγους που προανέφερα δεν θα επεκταθώ σε διεξοδικότερη ανάλυση ούτε αυτού του θέματος. Θα υποκύψω όμως, μιας και στο πεδίο της μεταφυσικής δεν μπορεί να υπάρχει πείραμα (όχι ότι δεν έχει επιχειρηθεί, αλλά το αποτέλεσμα δεν μπορούσε φυσικά να είναι αναπαράξιμο) και η αισθητηριακή εμπειρία είναι συχνά παραπλανητική, άλλες φορές ύποπτη και σε ορισμένες περιπτώσεις επιλήψιμη, στην εύκολη λύση του παραδείγματος που λόγω του διδακτικού του χαρακτήρα είναι αγαπητό από πολλούς, ασχέτως αν λαμβάνεται υπ΄ όψιν. Με όρους λοιπόν μεταφυσικής έχει διαδράμει ο πολιτικός χρόνος της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα. Το πολιτικό σύστημα θεώρησε πως μπορεί όχι μόνο να αυτοσυντηρείται, αλλά να αυξάνει και την εσωτερική του ενέργεια ταυτόχρονα με την παραγωγή ωφέλιμου έργου παραμένοντας κλειστό παραβιάζοντας έτσι τον πρώτο θερμοδυναμικό νόμο και την αρχή διατήρησης της ενέργειας. Ζητούσε επιπλέον θερμότητα από το τον ίδιο του τον εαυτό. Όταν δέχθηκε θερμότητα από άλλο σύστημα εγκαταλείποντας την αλαζονεία και την ψευδαίσθηση του κλειστού συστήματος, δεν τη χρησιμοποίησε για παραγωγή έργου αλλά την αποθήκευσε σε ένα τρίτο ‘μεταφυσικό’ χώρο για αύξηση της εσωτερικής του ενέργειας με τη προσδοκία της επιβίωσης του συστήματος, του άλλου συστήματος, παραβιάζοντας έτσι και το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα ή μάλλον αλλάζοντάς το εντελώς. Η πολιτική εντροπία παραβλέπεται και συγκαλύπτεται. Και αφού καταπάτησε τους φυσικούς νόμους ανέδειξε τη μεταφυσική σε κυρίαρχη αντίληψη, σε καθεστώς, και εδώ η μεταφυσική χρησιμοποιείται με την έννοια του μη ορθού, μη κανονικού. Βέβαια, ο όρος κανονικότητα μπορεί να είναι παρεξηγήσιμος για κάποια ευαίσθητα αυτιά και επαναστατικές συνειδήσεις. Για αρχή τουλάχιστον, ας πούμε κανονικότητα την ταύτιση της πραγματικότητας με την περιγραφή αυτής, όπως λόγου χάρη ένας κυβερνήτης να λέει καλό βράδυ όταν είναι βράδυ και να μην λέει καλημέρα. Ακούγεται υπεραπλουστευμένο, αλλά είναι δύσκολο αν αναλογιστεί κανείς την παρούσα κατάσταση. Τέλος, είναι εύκολα αντιληπτό, και αν δεν είναι το επισημαίνω, πως οι φυσικοί νόμοι όπως χρησιμοποιήθηκαν στο παραπάνω παράδειγμα καμία σχέση δεν έχουν με τη συσχέτιση των νόμων (φυσικών-κοινωνικών) και των συνθηκών που συνδιαμορφώνουν το κοινωνικό συμβόλαιο εξουσίας και λαού, αλλά αυτό είναι ανάλυση θεωριών που ξεφεύγει από τα όρια που παραδείγματος.
Υπάρχει ο όρος μετα-μεταπολίτευση; Και αν ναι, ποιά δεδομένα συνηγορούν στο να θεωρεί κανείς πως η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στο κατώφλι αυτής της νέας πολιτικής εποχή; Η διαδικασία εκλογής προέδρου της Νέας Δημοκρατίας ξεκίνησε με τέσσερις υποψηφίους, ένας εκ των οποίων φρόντισε εξ αρχής να καταστήσει την υποψηφιότητά του και κατ’ επέκταση την πολιτική πρόταση σαφώς διακριτή από τις υπόλοιπες. Ο αντίκτυπος αυτής της υποψηφιότητας στο εσωκομματικό, στελεχιακό κυρίως ακροατήριο δεν ήταν αρχικά μεγάλος. Παρόλα αυτά στην κοινωνία δημιουργήθηκε μια δυναμική από πολίτες που ενώθηκαν στη στήριξη πολιτικών προτάσεων, ξεκάθαρου πολιτικού σχεδιασμού και προσανατολισμού,συνολικής θεώρησης και αναθεώρησης του πολιτικού συστήματος και όλα αυτά με μία αγωνία και μία προσδοκία για το μέλλον όχι του κόμματος με τη στενή, παραδοσιακή του έννοια, αλλά της χώρας. Αυτή η δυναμική οδήγησε τον κ. Μητσοτάκη στο δεύτερο γύρο των εκλογών οπού και ενισχύθηκε πλέον από παράγοντες του εσωκομματικού γίγνεσθαι, χωρίς απαραιτήτως να υπάρχει εκ μέρους τους η ίδια αγωνία και προσδοκία, όσον αφορά τα ποιοτικά τουλάχιστον χαρακτηριστικά τους. Η τελική επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και η ανάδειξή του ως νέου προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε άμεσο αντίκτυπό στο πολιτικό σύστημα προκαλώντας θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις, αναγκάζοντας κάποιον να μην μπορεί να μείνει ουδέτερος ακριβώς λόγω της αλλαγής πολιτικού υποδείγματος που προκλήθηκε. Η δυναμική των πολιτών που υποστήριξαν την υποψηφιότητά του είναι η θερμότητα που ο κ. Μητσοτάκης δικαιούται και οφείλει να μετατρέψει σε ωφέλιμο έργο, σε κίνηση, στο μέγιστο βαθμό τηρώντας μεν τους θερμοδυναμικούς νόμους, διατυπώνοντας δε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και αξιακό χάρτη. Δικαιούται και οφείλει να επανασυστήσει τη Νέα Δημοκρατία ως το πρώτο μετα-μεταπολιτευτικό κόμμα με άμεσο στόχο την άρση του πολιτικού αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει η χώρα και μεσο-μακροπρόθεσμο στόχο την εδραίωση του ορθού πολιτικού λόγου και πρακτικής στην Ελλάδα. Όταν υπάρχει ‘φυσικός’ τρόπος δεν χρειάζεται να περιμένεις το θαύμα. Εξάλλου, το κρίσιμο σημείο σε σχέση με τα θαύματα δεν είναι αν γίνονται, αλλά αν τα πιστεύεις.