Απανωτά «χτυπήματα» στην εργασία τους, στο όνομα της κρίσης, δέχονται περισσότερο από τους άνδρες οι γυναίκες, διαπιστώνει έρευνα του Συνηγόρου του Πολίτη, καταθέτοντας δραματικές εξελίξεις επιστροφής στο παρελθόν, όσο φορά στην γυναικεία εργασία.
Πιο έντονα από ποτέ παρουσιάζονται τα προβλήματα των γυναικών εργαζομένων με πολλές περιπτώσεις καταχρηστική μονομερής επιβολή εκ περιτροπής απασχόλησης, με τη λήψη αδειών μητρότητας, ανατροφής και επαπειλούμενης κύησης συχνά να καταλογίζεται σε βάρος τους…κ.α.
Ο Συνήγορος του πολίτη καταθέτει δε ότι: «Αν κάτι χαρακτηρίζει ίσως τη φάση που διανύει η ελληνική κοινωνία και οικονομία είναι ότι, αντί η κρίση να οδηγήσει στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων όλου του δυναμικού της χώρας, τα στερεότυπα έρχονται πιο έντονα στο προσκήνιο και τείνουν να παράγουν αποκλεισμούς. Η αυξανόμενη ύφεση και τα προβλήματα που αυτή προκαλεί στην απασχόληση κατανέμονται άνισα κατά φύλο. Τίθεται μάλιστα το ερώτημα μήπως η όποια πρόοδος είχε συντελεστεί τα προηγούμενα χρόνια ακυρωθεί, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα τη μη αξιοποίηση πολύτιμων ανθρώπινων πόρων με μόνο κριτήριο τα στερεότυπα του φύλου.
Οι υποθέσεις τις οποίες χειρίστηκε ο Συνήγορος στο πεδίο της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών κατά το 2012, σε μεγάλο βαθμό αντανακλούν την ένταση των προβλημάτων που έχει επιφέρει η οικονομική κρίση στις εργασιακές σχέσεις. Οι επιπτώσεις της κρίσης έχουν επηρεάσει εμφανώς όλους τους εργαζομένους, ωστόσο παρατηρείται διαφοροποίηση στη μεταχείριση των φύλων εις βάρος των γυναικών και μάλιστα σε φάσεις που συνδέονται με την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα.
Παρ’ ότι η ανεργία και η απασχόληση σε επισφαλείς μορφές εργασίας παραμένουν υψηλότερες στις γυναίκες, διαπιστώνεται πως εκείνες που βρίσκονται σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή έχουν μόλις επιστρέψει από άδεια μητρότητας διατρέχουν μεγαλύτερους κινδύνους να υποστούν τα παραπάνω ενδεχόμενα. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους και η καταχρηστική μονομερής επιβολή εκ περιτροπής απασχόλησης αποτελούν επιμέρους εκφράσεις του φαινομένου, που απασχόλησε ιδιαίτερα τον Συνήγορο.
Η μονομερής επιβολή εκ περιτροπής απασχόλησης εμφανίζει γενικότερα προβλήματα ως προς τη δικαιολογητική της βάση και την τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών. Ωστόσο, διαφάνηκε ότι έγκυες εργαζόμενες ή εργαζόμενες που έχουν μόλις επιστρέψει από την άδεια μητρότητας τίθενται συχνότερα σε εκ περιτροπής απασχόληση με αντίστοιχη μείωση αποδοχών, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι σχετικές προβλέψεις του νόμου.
Η εμπειρία του Συνηγόρου καταδεικνύει ότι οι εργαζόμενες συχνά προσπαθούν να διευθετήσουν το πρόβλημα που έχει δημιουργήσει η καταστρατήγηση του νόμου εκ μέρους του εργοδότη απευθείας με εκείνον. Σε πολλές περιπτώσεις δέχονται, κατ’ ουσίαν, την παραβίαση των εργασιακών τους δικαιωμάτων προκειμένου να μην απολέσουν τη θέση εργασίας τους. Εξού και αρκετές φορές οι εργαζόμενες προβαίνουν μεν σε καταγγελία στον Συνήγορο ή στην Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά στη συνέχεια εμφανίζονται ιδιαίτερα αμφίθυμες ως προς τις ενέργειες διαμεσολάβησης, ενώ δεν είναι σπάνιες και οι περιπτώσεις που αποσύρουν την καταγγελία, φοβούμενες την απόλυση.
Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, η σημασία της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης του Συνηγόρου προσλαμβάνει ξεχωριστό ειδικό βάρος, πολλώ δε μάλλον λόγω του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού των εργαζομένων που αδυνατούν να προσφύγουν δικαστικά για οικονομικούς λόγους.
Φαίνεται ότι η οικονομική κρίση χρησιμοποιείται ως πρόφαση και μοχλός πίεσης από εργοδότες απέναντι σε ήδη εργαζομένους ή σε όσους αναζητούν εργασία. Η αναζήτηση και η διατήρηση της θέσης εργασίας φέρουν τους τελευταίους, και ιδιαίτερα τις γυναίκες, σε εξαιρετικά αδύναμη θέση. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι καταγγελίες που υποβάλλονται στον Συνήγορο και οι οποίες αφορούν σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας. Η μεγαλύτερη δυσκολία στον χειρισμό αυτών των υποθέσεων συνίσταται στην ανεύρεση αποδεικτικού υλικού, καθότι πρόκειται για υποθέσεις εκ της φύσεώς τους δυσαπόδεικτες. Γενικότερα πάντως, στον δημόσιο τομέα θα αναμενόταν να θεωρείται αυτονόητη η εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας για την ίση μεταχείριση. Ωστόσο, όχι σπάνια, η νομοθεσία αυτή παρακάμπτεται στην πράξη, γεγονός που δημιουργεί σειρά προβλημάτων. Ειδικότερα, η εγκυμοσύνη και η μητρότητα εξακολουθούν να έχουν αρνητικά επακόλουθα στην επαγγελματική ανέλιξη των γυναικών και στην ανάληψη εκ μέρους τους θέσεων ευθύνης. Η λήψη αδειών μητρότητας, ανατροφής και επαπειλούμενης κύησης συχνά καταλογίζεται σε βάρος τους, ενώ επηρεάζεται η υπηρεσιακή τους εξέλιξη και η μισθολογική τους κατάσταση. Οι αρνητικές αυτές συνέπειες παρατηρούνται παρόλο που από την κοινοτική νομολογία διαφαίνεται η υποστήριξη της θέσης ότι πρέπει να παρέχονται στις εργαζόμενες αντισταθμίσματα ικανά να εξισορροπούν τις επιπτώσεις που έχουν η μητρότητα και οι σχετικές με αυτήν άδειες στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους.
Τέλος, οι γυναίκες εξακολουθούν να διεκδικούν ίσες ευκαιρίες και ισότιμη επαγγελματική εξέλιξη σε εργασιακά περιβάλλοντα του δημόσιου τομέα, όπως είναι οι ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, για τα οποία τα στερεότυπα παραμένουν ενεργά».