* ΚΑΙ να που στον ρυθμό των καιρών, ξαναγράφεται το Μίζων Ελληνικό Λεξικό, ναι το Μίζων, με επιμελητή φιλαράκι του Μπάμπη Νιώτη. Λοιπόν:
Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Miesens.
Μιζοκακόμοιρος (ο): Πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται σε σκάνδαλο με μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του.
Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν.
Μιζεκλίκι (το): Πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας.
Μιζονέτα (η): Πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης.
Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. και πέφτουν οι μεγάλες μίζες.
Μιζολαβητής (ο): Παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρίες κ.λπ., προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος.
Μιζάνοιχτος (ο): Πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής.
Απομιζώ: Σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα «απομυζώ» που σημαίνει «αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα» μετατρέπεται σε «απομιζώ» όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο.
Μιζά κι ανέσωστα: Μεγάλα έργα που δεν τελείωσαν ποτέ για ευνόητους λόγους.
Μιζότο: Παραδοσιακό πιάτο του Εργολαβιστάν
* * *
* ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ και παροιμι(ζ)ώδεις εκφράσεις, όπως:
Θα φάει η μίζα σίδερο.
Δεν σηκώνει μίζα στο σπαθί του.
Όποιος έχει τη μίζα, μιζιάζεται.
Αγάλι- αγάλι γίνεται η αγορά με μίζα.
Πολιτικός αν μιζωθεί, τη μυρωδιά την έχει.
Βγάζει κι απ’ τη μίζα ξίγκι.
Φοβού τους Γερμανούς και μίζα φέροντας.
Το έξυπνο πουλί από τη μίζα φτιάχνεται.
Αυτός θέλει και τη μίζα ολόκληρη και το κόμμα χορτάτο.
Ζ.