*ΕΜΠΑΙΝΕ ο διευθυντής στη σχολική αίθουσα, αρχή της σχολικής χρονιάς, σηκώνονταν οι μαθητές, ‘’καλημέρα παιδιά’’ εκείνος, ’’καλημέρα κύριε διευθυντάκα’’ η εν χορώ απάντηση. Μπα, σκέφτηκε, θα παράκουσα, ακούς εκεί διευθυντάκας... Ξαναπήγε το άλλο πρωί, τα ίδια, ’’καλημέρα κύριε διευθυντάκα’’ . Τι είναι αυτό καινούργιο; Σκέφτηκε μήπως είναι καμιά συνήθεια, κάποιος νεολογισμός της γειτονιάς, μήπως κάποιος χαιρετισμός που συνδύαζε σεβασμό και τρυφερότητα. Αυτό το «κα» στο τέλος της προσφώνησης πολύ τον παραξένευε.
* * *
*ΡΩΤΗΣΕ ο διευθυντής τον δάσκαλο της τάξης. Άγνοια δήλωσε εκείνος, ωστόσο πονηρεμένος από την παρουσία ενός καινούργιου μαθητή, του Γιαννάκη που είχε ήδη αποδειχθεί ζιζάνιο, εξομολογήθηκε τις υποψίες του, συμφώνησε κι ο διευθυντής, φώναξαν τους μαθητές, όλους πλην του Γιαννάκη. Τους εξήγησαν ότι την επομένη το πρωί, όταν θα έμπαινε ο διευθυντής στην αίθουσα δεν θα τον καλημέριζαν, θα σηκώνονταν μεν αλλά θα έμεναν σιωπηλοί. Εντάξει; Εντάξει ...
Έτσι και συνέβη. ‘’Καλημέρα παιδιά’’ ο διευθυντής. Και ως απάντηση ακούγεται μία και μοναδική παιδική φωνή. ‘’Καλημέρα και σε σένα κύριε βλάκα...’’
Ζ.