* ΚΥΡΙΑΚΗ μεσημέρι. Καταϊδρωμένη μια γυναίκα με τα παιδιά της φτάνει στην παραλία, με τη θερμοκρασία να έχει αγγίξει το «κόκκινο», κουβαλώντας τους σάκους με τις πετσέτες, τα κουβαδάκια... και οδεύει προς αναζήτηση μιας ξαπλώστρας σε κάποιο κατάστημα.
Δεν βλέπει την ώρα να ξαποστάσει μετά τις δουλειές στο σπίτι και τη φροντίδα των παιδιών, να απολαύσει έναν καφέ ...σαν άνθρωπος και λίγες ώρες χαλάρωσης, όταν οι μικροί ατίθασοι μπόμπιρες θα «πλατσουρίζουν» στο νερό.
Κοιτά τριγύρω απεγνωσμένα, αλλά ...το όνειρο γκρεμίζεται. Ούτε μία ξαπλώστρα άδεια και αγανακτεί που δεν τα κατάφερε να τελειώσει πιο γρήγορα τις δουλειές, γιατί ίσως προλάβαινε να βρει μια ελεύθερη.
Τα παιδιά φωνάζουν, απαιτούν μπάνιο, κοιτά απεγνωσμένα να βρει κάποιον υπάλληλο του καταστήματος, να τον ρωτήσει μήπως... αυτή δεν βλέπει καλά και μπορεί να της προτείνει τον χώρο που θα καθίσει.
«Ναι κυρία μου, περιμένετε» της λέει και επιστρέφει, «Έχετε το νούμερο 29»!
«Νούμερο 29;» ρωτά, αυτή. Δεν κατάλαβε. «Η σειρά προτεραιότητάς σας κυρία μου...» της εξηγεί και της δίνει ένα χαρτάκι όπου αναγράφεται το νούμερο 29.
Μένει άφωνη με το χαρτάκι στο χέρι. Φεύγει παραμιλώντας: «Χαρτάκια με νούμερο στο ΙΚΑ, στις Τράπεζες, ουρές σε δημόσιες υπηρεσίες... ακόμη και στις διακοπές, για όλους είμαι ένας αριθμός!».
Λ.Κ.