*ΚΙ εκεί που ο Λαρισαίος βαδίζει μηχανικά μέσα στην κάψα, από το μέρος της σκιάς εννοείται, να και κοντοστέκεται. Ένα τι, ίσα που το καταλαβαίνει κι ο ίδιος ότι αλλάζει τον ρυθμό, ασυναίσθητα φρενάρει. Είναι όταν περνάει μπροστά από την ανοιχτή πόρτα των κλιματιζόμενων πολυκαταστημάτων, ένα ρεύμα δροσιάς απ΄ το εσωτερικό του δίνει την ψευδαίσθηση της ανάσας στον καυτό του δρόμο.
Ζ.