- Να, κάπως έτσι σας λέω, είχαν μαζευτεί κι οι νεαροί ναύτες και άκουγαν τον κάπτεν Χουκ να διηγείται τις περιπέτειές του.
- Για πες μας κάπτεν, πώς έχασες το πόδι σου;
- Είχα πέσει στη θάλασσα σε μια τρικυμία στον ωκεανό και βρέθηκα να παλεύω μ΄ έναν λευκό καρχαρία. Τον κάρφωσα στην καρδιά αλλά είχε προλάβει και μου άρπαξε το πόδι. Έβαλα μετά το ξύλινο…
- Και το χέρι κάπτεν; Πώς έγινε;
- Α, ήταν μια φορά στη Φλόριδα, γλίστρησα σε ένα ρέμα με κροκόδειλους. Καθάρισα δυοτρείς, ένας τους όμως μου μάγκωσε το χέρι. Γι’ αυτό έβαλα τον γάντζο.
- Και το μάτι; Πότε έβαλες το πετσί κάπτεν, πώς πληγώθηκες;
-Εεε… Αυτό συνέβη αργότερα. Μια φορά, αφηρημένος, είχα μια τσίμπλα μωρέ…
Ζ.