- Ανάθεμα στα γεράματα, που να μην έρχονταν ποτέ… Χτες έρχεται που λέτε η εγγονούλα μου με το βιβλίο και με ρωτάει. “Τι σημαίνει αυτό που γράφει εδώ παππού;” Πώς να τη βοηθήσω… Μπορούσα; Δεν βλέπω πια καλά… Δεν βλέπω… Κοντεύω να σκάσω. Εγώ, που είχα μάτι αετού.
- Ααα… Εγώ να δείτε τι έπαθα… Πάω ν’ ανέβω χτες τα σκαλιά στο ΙΚΑ που είχε χαλάσει πάλι το ασανσέρ κι ώσπου να φτάσω στον πρώτο όροφο λαχάνιασα. Δεν με βαστούσαν τα πόδια μου, σας λέω. Απίστευτο… Ποιος; Εγώ που ήμουν αθλητής μεγάλος και έτρεχα μαραθώνιους. Να ‘ταν τα νιάτα δυό φορές…
- Λέτε κι εσείς τώρα για προβλήματα, παρενέβη κι ο τρίτος στην κουβέντα. Εμένα να δείτε τι μου έτυχε… Είχε έρθει σπίτι η Σβετλάνα να καθαρίσει και τη βλέπω να ανεβαίνει στο σκαμπό να ξεσκονίσει τα πάνω ράφια της βιβλιοθήκης… Εε πάω από κάτω και την πειράζω, ε με ξέρετε τώρα εμένα. Γυρνάει τότε αυτή και μου λέει με νάζι. «Ε κύριο Λεονίντα… Πάλι; Τρίτη φορά από πρωί;» Τι έχω πάθει ρε παιδιά… Δεν θυμάμαι πια… Ξεχνάω, ρε σεις, ξεχνάω.
Ζ.