*ΑΓΑΠΗΤΕ μοι Σωτήριε
Την πρωίαν της χθες, ενεός έμεινον, ως εώρακα παχυλόν της χιόνος στρώμα, ωσεί λευκός πέπλος, επικαλύπτων τας οδούς της πόλεως, την αυλήν της γείτονος οικίας, ως και τας κεκλιμένας των οικιών στέγας. (Επέστρεψε στη νιότη του, στη δικιά του γλώσσα και τεχνική ο υπερήλιξ πλην όμως ζωηρός τον νουν τε και το σώμα δημοδιδάσκαλος Κων. Παπακωνσταντίνου).
***
*ΕΚΘΑΜΒΟΝ, πάλλευκον φως, εξεχύθη πανταχόθεν. Ήτο προ πολλού χρόνου αναμενόμενον, υφ' απάντων ημών, δώρον της εκπάγλου φύσεως. Ω! Το της φύσεως υπέρλαμπρον και ευφρόσυνον θέαμα! Νυφάδες χιόνος κατήρχοντο εξ ουρανού. Αιωρούμεναι δε και συνωθούμεναι, συνελόντι ειπείν, επικάθηντο σιωπηλώς και αθορύβως επί των οδών και των οικιών της πόλεως. Παγοκρύσταλλοι ανισομεγέθεις και ανισοπαχείς εκρέμοντο εκ των ακροκεράμων παλαιών τινών οικιών. Ούτοι όμως, μετ' ου πολύ, μη ανθιστάμενοι εις τας θωπείας νωτίως πνέοντος ανέμου, μετηλλάχθησαν εις γραφικούς σταλακτίτας.
Οι συμπολίται μας εντόνως εχαίροντο διά το υπέροχον τούτο θέαμα και ηύχοντο αλλήλοις: ‘’Και του χρόνου’’. Τολμηροί τινές δε, αψηφίσαντες το ολισθηρόν του εδάφους, εβάδιζον επ' αυτού, ως κεχαριτωμέναι πιρουέται, ίνα ισορροπίσουσιν. Ορισμένοι έπιπτον χαμαί και δη επικινδύνως. Ούτω και η γεγηρακυία γείτων μου, η κυρά Θυμιώ, προσεγειώθη υπτίως, υποστάσα κάταγμα του ισχύου.
***
*ΟΙ σπίνοι, δια χθαμαλών πτήσεων και αγωνιωδών τιτιβισμάτων, ίπταντο πλήρεις ανησυχίας, μη δυνάμενοι να θραφώσι.
Τα σχολεία έκλεισαν προς αποφυγήν ατυχημάτων των μαθητών. Οι παίδες όμως, διαψεύσαντες των δασκάλων των, ου μην, αλλά και αψηφίσαντες τας των γονέων των παραινέσεις, εξεχύθησαν εις τα οδούς, ας φωνασκούντες και ενθουσιώντες επλήρωσαν δι' ηχηρών και ευφροσύνων εκδηλώσεων.
Ζ.