Οι πισίνες των ξενοδοχείων αποτελούν το πιο πρόσφατο θέμα διαφωνίας, καθώς η χώρα της Ιβηρικής Χερσονήσου αγωνίζεται να βρει ρεαλιστικούς τρόπους αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Οι τοπικές κυβερνήσεις, που σε ορισμένες περιπτώσεις είδαν πέρυσι τις δεξαμενές τους να στραγγίζουν, είναι αναγκασμένες να καταλήξουν σε αυστηρά μέτρα για να αποφύγουν μια πιθανή λειψυδρία.
Πολιτικοί στα δεξιά του φάσματος κατηγορούν τις ορδές των «καλομαθημένων» τουριστών, ενώ οι αριστεροί έχουν βάλει στο στόχαστρο τα πολυτελή ξενοδοχεία με τις μεγάλες πισίνες. Η συντηρητική κυβέρνηση της επαρχίας της Ανδαλουσίας, στην οποία περιλαμβάνεται το διάσημο θέρετρο της Μάλαγα, επέτρεψε προσφάτως στα ξενοδοχεία να γεμίζουν τις πισίνες τους, αλλά απαγόρευσε στα σπίτια και στις μικρές επιχειρήσεις ενοικιαζόμενων δωματίων να γεμίζουν τις δικές τους.
Αντιθέτως, η αριστερή κυβέρνηση του ημιαυτόνομου κρατιδίου της Καταλονίας επέβαλε για πρώτη φορά περιορισμούς στο νερό που μπορούν να χρησιμοποιούν τα ξενοδοχεία, μια και η περιοχή βρίσκεται αντιμέτωπη με τη χειρότερη ξηρασία του τελευταίου αιώνα.
«Ο τομέας του τουρισμού πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες κλιματικές συνθήκες οι οποίες αυτή τη στιγμή είναι εντελώς αφύσικες», δήλωσε η Πατρίθια Πλάγια, στέλεχος της τοπικής κυβέρνησης, στους Financial Times. «Είναι σίγουρα ένας νευραλγικός τομέας, όμως έχει τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με όλους τους υπόλοιπους».
Στις περιοχές όπου η κεντρική κυβέρνηση κρίνει πως υπάρχει άμεσος κίνδυνος ξηρασίας -και στις οποίες περιλαμβάνεται η Βαρκελώνη- τα ξενοδοχεία θα πρέπει να περιορίσουν την ημερήσια χρήση νερού στα εκατό λίτρα ανά άτομο. Ο ίδιος περιορισμός ισχύει και για τους ιδιώτες.
Αν και τα καταλανικά ξενοδοχεία θα χρειαστεί να λάβουν υπ’ όψιν περιορισμούς στο νερό που χρησιμοποιούν οι ένοικοι για το μπάνιο τους, οι πισίνες που θα αναγκαστούν να μείνουν άδειες είναι μάλλον λίγες. «Η λέξη κλειδί είναι “ισορροπία”», εξηγεί η Πλάγια. «Ισότητα ανάμεσα σε όλους τους επιμέρους τομείς που συναπαρτίζουν την καταλανική οικονομία».
Η έλλειψη νερού είναι ένα σχετικά πρόσφατο πρόβλημα στην Ισπανία και συχνά οδηγεί τους ντόπιους σε αντιπαραθέσεις με τους τουρίστες, που είναι και οι στυλοβάτες της οικονομίας της χώρας. Πρόκειται για τη δεύτερη σε επισκεψιμότητα χώρα στον πλανήτη μετά τη Γαλλία, ενώ και οι ίδιοι οι κάτοικοί της είναι ενθουσιώδεις παραθεριστές. Ωστόσο, ο μαζικότατος τουρισμός έχει προκαλέσει έντονες τοπικές αντιδράσεις σε πολλές περιοχές και έχει φέρει στα όριά τους τις υποδομές σε επαρχίες που φάνηκαν απροετοίμαστες μπροστά στους τεράστιους αριθμούς των αφίξεων.
Η κεντροαριστερή κυβέρνηση συνεργασίας του Πέδρο Σάντσεθ επιβλέπει αυτή τη στιγμή ένα πρόγραμμα κόστους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ με σκοπό την αποκατάσταση και τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων παροχής νερού, αλλά και την προώθηση της ανακύκλωσης και της αφαλάτωσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ισπανικού υπουργείου Περιβάλλοντος, το 79% του νερού της Ισπανίας δαπανάται στη γεωργία, το 15% στην καθημερινή χρήση των κατοίκων, το 5,5% στη βιομηχανία και μόλις το 0,4% για ψυχαγωγικούς σκοπούς.
«Είναι φυσιολογικό να υπάρχει έντονος δημόσιος διάλογος για την έλλειψη νερού», σχολιάζει ο Διέγο Ρούβιο, γενικός γραμματέας δημόσιας πολιτικής. «Θα ήταν όμως λάθος να στοχοποιήσουμε μόνο τις πισίνες των ξενοδοχείων και τα γήπεδα γκολφ, καθώς η κατανάλωσή τους είναι σχετικά μικρή. Αλλωστε το νερό που χρησιμοποιείται στον τουρισμό μπορεί να δημιουργήσει περισσότερο πλούτο από εκείνο που ποτίζει ένα απλό σιτοχώραφο. Χρειάζεται να εκσυγχρονίσουμε όλους τους τομείς. Μόνο μια ολιστική προσέγγιση θα μας δώσει πραγματικά αποτελέσματα».