Ερευνητική ομάδα έκανε την ανακάλυψη, ενώ πραγματοποιούσε αναλύσεις σε τμήματα του Σινικού Τείχους της Κίνας, το οποίο εκτείνεται σε περισσότερα από 21.000 χιλιόμετρα και χτίστηκε κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων, ξεκινώντας από το 221 π.Χ., ως ένας τρόπος για την προστασία της κινεζικής αυτοκρατορίας από εξωτερικούς εχθρούς.
Κατά τη διάρκεια της κατασκευής, οι αρχαίοι εργάτες χρησιμοποιούσαν συχνά ένα είδος «εμβολιασμένου» εδάφους που περιλάμβανε ένα μείγμα οργανικών υλικών όπως χώμα και χαλίκι που συμπιέζονται μεταξύ τους. Ενώ αυτά τα υλικά μπορεί να είναι πιο ευαίσθητα στη διάβρωση από άλλα υλικά, όπως οι συμπαγείς πέτρες, συχνά συμβάλλουν στην προώθηση της ανάπτυξης υλικών που οι ερευνητές χαρακτηρίζουν ως ζωντανό στόκο ή «βιοκρούστα». Αυτός ο ζωντανός στόκος αποτελείται από κυανοβακτήρια (μικροοργανισμούς που είναι ικανοί για φωτοσύνθεση), βρύα και λειχήνες που βοηθούν στην ενίσχυση της κατασκευής, ειδικά σε άνυδρες και ημίξηρες περιοχές της χώρας σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Science Advances».
«Οι αρχαίοι οικοδόμοι γνώριζαν ποια υλικά θα μπορούσαν να κάνουν τη δομή πιο σταθερή. Για να ενισχυθεί η μηχανική αντοχή, το χώμα του τοίχου κατασκευαζόταν πάντα με πηλό, άμμο και άλλα συγκολλητικά όπως ασβέστη από τους αρχικούς κατασκευαστές. Αυτά τα συστατικά παρέχουν γόνιμο έδαφος για τους οργανισμούς που δημιουργούν ‘βιοκρούστες’ αναφέρει ο Μπο Ξιάο καθηγητής εδαφολογικής επιστήμης στο Κολέγιο Εδαφολογικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Γεωργικού Πανεπιστημίου της Κίνας εκ των επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Για να δοκιμάσουν την αντοχή και την ακεραιότητα του Σινικού Τείχους, οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα σε οκτώ διαφορετικά τμήματα που κατασκευάστηκαν μεταξύ του 1368 μ.Χ. και του 1644 μ.Χ. κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Μινγκ. Διαπίστωσαν ότι το 67% των δειγμάτων περιείχαν «βιοκρούστες» που οι ερευνητές αποκαλούν «μηχανικούς οικοσυστήματος».
Οι ερευνητές μελέτησαν τη μηχανική αντοχή και τη σταθερότητα του εδάφους των δειγμάτων και συνέκριναν αυτά τα δεδομένα με τμήματα τοίχων που περιείχαν σκέτο χώμα. Βρήκαν ότι τα δείγματα «βιοκρούστας» ήταν σε πολλές περιπτώσεις τρεις φορές ισχυρότερα από τα δείγματα της με το απλό χώμα. «Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα κυανοβακτήρια και άλλες μορφές ζωής μέσα στη βιοκρούστα εκκρίνουν ουσίες, όπως τα πολυμερή, που συνδέονταν σφιχτά με τα σωματίδια της γης βοηθώντας στην ενίσχυση της δομικής τους σταθερότητας δημιουργώντας αυτό που ήταν ουσιαστικά τσιμέντο. Αυτές οι τσιμεντοειδείς ουσίες, τα βιολογικά νημάτια και τα συσσωματώματα του εδάφους εντός του στρώματος του βιοφλοιού σχηματίζουν τελικά ένα συνεκτικό δίκτυο με ισχυρή μηχανική αντοχή και σταθερότητα έναντι της εξωτερικής διάβρωσης» εξηγεί ο Ξιάο.