φαινόμενα τα τελευταία 20 χρόνια, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε και η οποία υπογραμμίζει την απειλή της κλιματικής απορρύθμισης για την ανθρωπότητα. Οι πιο φτωχές χώρες είναι αυτές που πληρώνουν το μεγαλύτερο ανθρώπινο τίμημα των καταιγίδων, των πλημμυρών και των καυσώνων που καταγράφηκαν από το 2000 ως το 2019, σύμφωνα με τη μη κυβερνητική οργάνωση GermanWatch.
Σε αυτόν τον απολογισμό των σχεδόν 480.000 νεκρών που προκάλεσαν περισσότερα από 11.000 περιστατικά ακραίων καιρικών φαινομένων, το Πουέρτο Ρίκο, η Μιανμάρ και η Αϊτή είναι οι πλέον πληγείσες χώρες. Ο παγκόσμιος αυτός δείκτης κλιματικών κινδύνων που δημοσιεύεται κάθε χρόνο εκτιμά ότι οι καταστροφές αυτές κόστισαν 2.560 δισεκατομμύρια δολάρια από την αρχή του αιώνα.
Μαζί με τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, η προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής απορρύθμισης είναι ένας από τους πυλώνες της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, η οποία έχει στόχο να περιορίσει την άνοδο της θερμοκρασίας της Γης σε λιγότερο από 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή. Η έκθεση της GermanWatch εξέτασε κυρίως τις επιπτώσεις της εποχής των καταιγίδων του 2019, όταν κυκλώνες και τυφώνες έπληξαν μεγάλο μέρος της Καραϊβικής, της ανατολικής Αφρικής και της νότιας Ασίας. “Οι φτωχές χώρες πλήττονται περισσότερο διότι είναι πιο ευάλωτες στις καταστροφικές επιπτώσεις των επικίνδυνων φαινομένων και έχουν πιο περιορισμένες ικανότητες να τις αντιμετωπίσουν”, σχολίασε η Βέρα Κόιντσελ, μία από τις συντάκτριες της έρευνας. Για παράδειγμα χώρες όπως η Αϊτή, οι Φιλιππίνες ή το Πακιστάν πλήττονται τόσο συχνά από ακραία καιρικά φαινόμενα που δεν προλαβαίνουν να συνέλθουν από το ένα προτού τις χτυπήσει το επόμενο, επεσήμανε.
ΛΙΩΣΙΜΟ ΠΑΓΩΝ
Στο μεταξύ, ο ρυθμός εξαφάνισης των πάγων του πλανήτη μας επιταχύνεται. Η Γη εκτιμάται ότι έχασε συνολικά 28 τρισεκατομμύρια τόνους πάγου μεταξύ 1994 και 2017 και οι ετήσιες απώλειες έχουν αυξηθεί σημαντικά μέσα σε τρεις δεκαετίες, από 0,8 τρισεκατομμύρια τόνους τον χρόνο στη δεκαετία του 1990, σε 1,3 τρισεκατομμύρια το χρόνο το 2017, σύμφωνα με μία νέα βρετανική επιστημονική μελέτη.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Λιντς, του Εδιμβούργου και του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), με επικεφαλής τον δρα Τόμας Σλέιτερ του Κέντρου Πολικών Παρατηρήσεων και Μοντελοποίησης του πρώτου, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Cryosphere» (Κρυόσφαιρα) της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γεωεπιστημών, χρησιμοποίησαν διαχρονικά δορυφορικά δεδομένα για τις εκτιμήσεις τους. Η έρευνα κάλυψε 215.000 παγετώνες σε όλα τα βουνά του πλανήτη, τους πάγους της ξηράς της Ανταρκτικής και της Γροιλανδίας, καθώς επίσης τους επιπλέοντες πάγους πέριξ της Ανταρκτικής, της Αρκτικής και του Νότιου Ωκεανού. Η τήξη των πάγων, κυρίως λόγω ανόδου της θερμοκρασίας, αυξάνει τη στάθμη των θαλασσών και τον κίνδυνο πλημμυρών σε παράκτιες περιοχές, καθώς επίσης απειλεί τα φυσικά ενδιαιτήματα πολλών ειδών ζώων. Η μελέτη, η πρώτη του είδους της που εξετάζει μέσω δορυφόρων όλους τους πάγους που χάνονται, συμπεραίνει ότι έχει υπάρξει αύξηση 65% στον ρυθμό τήξης των πάγων στη διάρκεια σχεδόν μίας 25ετίας, κυρίως εξαιτίας αυξημένων απωλειών στην Ανταρκτική και στη Γροιλανδία.
«Μολονότι κάθε περιοχή που μελετήσαμε έχει απώλειες πάγων, οι απώλειες από την παγοκάλυψη της Ανταρκτικής και της Γροιλανδίας έχουν επιταχυνθεί περισσότερο και ακολουθούν πλέον το χειρότερο σενάριο ανόδου της θερμοκρασίας ανάμεσα σε αυτά που έχει εξετάσει η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή. Η άνοδος της στάθμης των θαλασσών σε τέτοια κλίμακα θα έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις στις παράκτιες κοινότητες αυτόν τον αιώνα», προειδοποίησε ο Σλέιτερ. Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι η αύξηση στην τήξη των πάγων πυροδοτείται από την άνοδο της θερμοκρασίας τόσο της ατμόσφαιρας όσο και των ωκεανών, η οποία έχει αυξηθεί με ρυθμό 0,26 και 0,12 βαθμών Κελσίου, αντίστοιχα, ανά δεκαετία μετά το 1980. Τουλάχιστον τα δύο τρίτα των απωλειών πάγων (το 68%) αποδίδονται στη θερμότερη ατμόσφαιρα και οι υπόλοιπες απώλειες (32%) στους θερμότερους ωκεανούς.
Η άνοδος της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας ευθύνεται, κυρίως, για την τήξη των πάγων της Αρκτικής θάλασσας και των ορεινών παγετώνων ανά τη Γη, ενώ η άνοδος της θερμοκρασίας των ωκεανών αυξάνει, κυρίως, την τήξη των πάγων της Ανταρκτικής. Μεταξύ 1994 και 2017 οι μεγαλύτερες σε όγκο απώλειες συνέβησαν στην Αρκτική θάλασσα (7,6 τρισεκατομμύρια τόνοι) και στους επιπλέοντες πάγους πέριξ της Ανταρκτικής (6,5 τρισ. τόνοι). Περίπου οι μισές απώλειες αφορούσαν πάγους στην ξηρά. Συγκεκριμένα, 6,1 τρισεκατομμύρια τόνους από παγετώνες βουνών, 3,8 τρισ. τόνους από τη Γροιλανδία και 2,5 τρισ. τόνους από την ηπειρωτική Ανταρκτική. Αυτές οι απώλειες στην ξηρά ανέβασαν συνολικά κατά 35 χιλιοστά τη στάθμη των θαλασσών παγκοσμίως. Εκτιμάται ότι για κάθε εκατοστό ανόδου της στάθμης, περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι κινδυνεύουν με αναγκαστική μετεγκατάσταση από τις παράκτιες περιοχές.
Αν και συγκρατούν μόνο το 1% του συνολικού όγκου πάγων της Γης, οι ορεινοί παγετώνες έχουν συμβάλει σχεδόν κατά το ένα τέταρτο στις παγκόσμιες απώλειες πάγων μετά το 1994, καθώς όλες οι περιοχές με παγετώνες στον πλανήτη εμφανίζουν απώλειες. Πάνω από τις μισές συνολικές απώλειες πάγων στη Γη (το 58%) έχουν συμβεί στο βόρειο ημισφαίριο, ενώ οι υπόλοιπες (42%) στο νότιο.