Το σκάφος εκτοξεύτηκε το 1977 και βρίσκεται σε απόσταση περίπου 1,7 δισεκατομμυρίων χιλιομέτρων από τη Γη ή, αλλιώς, 118 φορές την απόσταση του πλανήτη μας από τον ήλιο. Από το 2007 κινείται στο εξώτερο τμήμα της ηλιόσφαιρας, της μεγάλης «φούσκας» γύρω από τον ήλιο και τους πλανήτες, όπου κυριαρχούν το υλικό και τα μαγνητικά πεδία του άστρου μας. Οι επιστήμονες της αποστολής Voyager περιμένουν το σκάφος να φτάσει το εξώτερο όριο της ηλιόσφαιρας, την αποκαλούμενη ηλιόπαυση: Μόλις βγει από την ηλιόσφαιρα, το Voyager 2 θα καταστεί το δεύτερο τεχνητό αντικείμενο - μετά το αδελφό του σκάφος, Voyager 1 - που εξέρχεται στο διαστρικό κενό.
Από τα τέλη του Αυγούστου, το όργανο Cosmic Ray Subsystem στο Voyager 2 μετρά αύξηση της τάξης του 5% στον ρυθμό με τον οποίο κοσμική ακτινοβολία χτυπά το σκάφος, σε σχέση με τις αρχές του μήνα. Το όργανο Low-Energy Charged Particle έχει αντιληφθεί παρόμοια αύξηση στις υψηλότερης ενέργειας κοσμικές ακτίνες.
Οι κοσμικές ακτίνες είναι ταχέως κινούμενα σωματίδια που προέρχονται από το εξωτερικό του ηλιακού μας συστήματος. Κάποιες από αυτές μπλοκάρονται από την ηλιόσφαιρα, οπότε και οι σχεδιαστές της αποστολής εκτιμούν πως το Voyager 2 θα μετρήσει μια αύξηση στον ρυθμό αύξησης της κοσμικής ακτινοβολίας, καθώς το σκάφος προσεγγίζει το απώτατο όριο της ηλιόσφαιρας. Σημειώνεται ότι τον Μάιο του 2012 το Voyager 1 είχε «αντιληφθεί» μια αντίστοιχη αύξηση στον ρυθμό της κοσμικής ακτινοβολίας, παρόμοια με αυτή που εντοπίζει τώρα το Voyager 2. Αυτό έλαβε χώρα περίπου τρεις μήνες πριν το Voyager 1 περάσει την ηλιόπαυση και εξέλθει στο διαστρικό κενό.
Παρόλα αυτά, τα μέλη της ομάδας του Voyager υπογραμμίζουν πως από μόνη της η αύξηση της ακτινοβολίας δεν αποτελεί ακλόνητη απόδειξη πως το σκάφος θα περάσει την ηλιόπαυση: Το Voyager 2 βρίσκεται σε άλλη περιοχή της ηλιόσφαιρας από το Voyager 1, κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ακολουθήσει διαφορετικό χρονοδιάγραμμα εξόδου.