Από τον Λεωνίδα Τζέκα
Η βάρκα γλιστράει στα ήρεμα νερά του Πηνειού. Ο παφλασμός του κουπιού είναι ο μόνος που “ταράζει” τη γαλήνη. Επτά το πρωί. Το κελάηδημα των πουλιών που καλωσορίζει τη νέα μέρα κορυφώνεται.
Κάθομαι στη μια άκρη του πλεούμενου και ισορροπώντας, προσπαθώ να βγάλω φωτογραφίες. Στην άλλη ο κυρ-Θανάσης Καλαμάρας από τους Γόννους, με παρατηρεί ζητώντας να καθίσω φρόνιμα πριν βρεθούμε στο ποτάμι…
Πηγαίνουμε να μαζέψουμε τα δίχτυα που άπλωσε το προηγούμενο βράδυ και αν είμαστε τυχεροί θα πιάσουμε κανένα ψαράκι.
Βρισκόμαστε στην περιοχή των Γόννων πριν τα Τέμπη. Τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά και το φθινόπωρο τα νερά είναι ήρεμα και το ψάρεμα με τα δίχτυα είναι εύκολο χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
«Έχω επτά δίχτυα, τα ρίχνω το απόγευμα μαζί με τα νταούλια και το πρωί πηγαίνω και τα ελέγχω, δεν έχω φύγει ποτέ με άδεια χέρια», λέει μειδιώντας ο κυρ-Θανάσης και σταματάει τη βάρκα. Ρίχνει το κουπί μέσα και με τη φρεσκάδα ενός νεαρού αρχίζει να ανεβάζει τα δίχτυα. Περιμένω ανυπόμονα και γεμάτος περιέργεια, παρακολουθώντας τον μέσα από τον φακό της φωτογραφικής μου μηχανής. Όμως η τύχη δεν μας χαμογελάει, για την ώρα... «Συμβαίνει στα πρώτα να μην πιάσω τίποτα» – ακούω την καθησυχαστική φωνή του. Προχωράμε αργά για να ελέγξουμε τα υπόλοιπα. Υπάρχει μια απόκοσμη μαγεία στο ποτάμι, τα ήρεμα νερά του, τα πούλια που κελαηδούν, ο πρωινός ήλιος που κρύβεται πίσω από τα δέντρα και οι σκιές τους να χορεύουν στο νερό, μάς μεταφέρουν σε έναν άλλο χωροχρόνο, υπερβατικό. Τα χρώματα αλλάζουν, καθώς ο ήλιος ανεβαίνει πιο ψηλά και το φως του διαχέεται παντού. Μπροστά μας η κοιλάδα των Τεμπών με τις βουνοκορφές να χάνονται στο βάθος.
«Επιτέλους», αναφωνώ και παίρνω τα πρώτα πλάνα της ψαριάς που σπαρταρά στο δίχτυ. Ο κυρ-Θανάσης μου κλείνει με νόημα το μάτι και αρχίζει να τα ανεβάζει. Με το ένα χέρι τραβά το δίχτυ, με το άλλο απαγκιστρώνει τα ψάρια ρίχνοντάς τα σε ένα κασάκι δίπλα του. Μέτρησα πέντε. «Αυτό είναι γουλιανός – εξηγεί -, να και ένα λαβράκι αλλά και ένα χέλι».
Το δίχτυ μαζεύεται στη βάρκα, πάμε για το επόμενο.
Η ώρα κυλά, η βάρκα γεμίζει με ψάρια…
«Τέλος για σήμερα», αποκρίνεται με κάποια ικανοποίηση. - «Ποιο είναι το μεγαλύτερο ψάρι που έχεις βγάλει» – τον ρωτάω.
- «Το ποτάμι έχει διάφορα ψάρια, γουλιανούς, λαβράκια, γριβάδια (σαζάνια), χέλια – μου λέει ο κυρ-Θανάσης - όμως πριν από χρόνια έπιασα έναν γουλιανό 38 κιλά. Δυσκολεύτηκα να τον ανεβάσω στη βάρκα, όταν τα κατάφερα ένιωσα πανέμορφα».
- Και με τη μόλυνση που ακούγεται συχνά...– ρωτώ.
- «Κοίταξε τα χρόνια που ψαρεύω δεν έχω παρατηρήσει κάτι το πολύ περίεργο ή διαφορετικό για να με προβληματίσει, άλλωστε υπάρχουν πολλοί που έχουν το ίδιο χόμπι με μένα και ψαρεύουν στον Πηνειό χειμώνα-καλοκαίρι με δίχτυα ή καλάμια. Εγώ ρίχνω τη βάρκα τον Μάιο και τη βγάζω αρχές Οκτώβρη. Δεν το κάνω κάθε μέρα, πολλές φορές έρχομαι απλώς για βόλτα, να ακούσω τα πουλιά και να ηρεμήσω».
Ο κυρ-Θανάσης στα 85 του πια, έφτιαξε μόνος του τη μεταλλική βάρκα και ψαρεύει μ’ αυτή τα τελευταία 30 χρόνια. Μέχρι και πριν από λίγο καιρό τον ακολουθούσε ο καλύτερός του φίλος ο Τάκης, που όμως έφυγε πια από τη ζωή και οι μοναχικές εξορμήσεις πλέον γίνονται όλο και περισσότερο κουραστικές και δύσκολες.
Με τη συζήτηση φτάνουμε στην όχθη, φορτώνουμε τα ψάρια στο αυτοκίνητο και παίρνουμε μια βαθιά ανάσα ξεκούρασης αγναντεύοντας το πανέμορφο τοπίο.
«Μερικά ψάρια τα κρατώ για μένα, αλλά τα περισσότερα τα δίνω στους φίλους. Τα πάω στην ψησταριά στο χωριό όπου το βράδυ μαζευόμαστε και πίνουμε κανένα κρασάκι τρώγοντας νόστιμο μεζεδάκι. Το χέλι γίνεται ο καλύτερος μεζές, ενώ με το λαβράκι κάνεις την καλύτερη ψαρόσουπα και νόστιμο πλακί, αλλά και στα κάρβουνα όλα είναι νόστιμα».
Με τις μαγειρικές του συμβουλές αποχαιρετιζόμαστε... Αυτός τραβά για τους Γόννους ανανεώνοντας το ραντεβού του με τον αργυροδίνη ποταμό, κι εγώ ξεκινάω για την πολύβουη Λάρισα έχοντας στον νου μου ένα πολύτιμο καταφύγιο για κάθε φορά που θέλω να αποδράσω από την καθημερινότητα...