19 Ιουλίου 1975. Μετά από 18 χιλιόμετρα κακοτράχαλου χωματόδρομου περνάμε την πύλη του στρατοπέδου ΚΕΟΑΧ, στη θέση Βρυσσοπούλες, στον Όλυμπο και σταθμεύουμε μετά την είσοδο, στα αριστερά. Ανεβαίνουμε με τον εξοπλισμό μας στο πέτρινο καταφύγιο, λίγο πιο πάνω από τα πρόχειρα καταλύματα των στρατιωτών. Στον 1ο όροφο και στο δεξιό τμήμα του κτιρίου ετοιμαζόμαστε να κοιμηθούμε. Στο ισόγειο του κτιρίου φιλοξενείται η λέσχη των αξιωματικών του στρατοπέδου. Στις 3 η ώρα το πρωί, έχουμε εγερτήριο. Ετοιμαζόμαστε και ξεκινούμε την πορεία με στόχο τη διαπέραση του Ολύμπου μέσω της κορυφής του. Στις 17.00, το λεωφορείο της επιστροφής για Λάρισα μας περιμένει λίγο πριν τη θέση Πριόνια Λιτοχώρου. Ο χρόνος, μόλις που επαρκεί. Αρχηγός της αποστολής ένας εξαιρετικός επιστήμων και έμπειρος ορειβάτης. Οι εντολές του κοφτές, αυστηρές. Το περπάτημα αρχίζει. Το όνειρό μου αρχίζει σιγά-σιγά να παίρνει σάρκα και οστά.
Μαθητής για την 5η γυμνασίου και επιτέλους, μετά τον Κίσσαβο, πατώ το 2ο βουνό στη μικρή μου ορειβατική ιστορία. Εξοπλισμός, ένα ζευγάρι μποτάκια από τα καζαντζίδικα, ένα τζιν της εποχής, μια μπλούζα, ένα άνορακ με φλούδα υαλοβάμβακα, γυαλιά, καπέλο θαλάσσης και ένα μικρό 5λιτρο αυστριακό σακίδιο δώρο των γονέων μου από την Αυστρία με σαμάρι. Είναι το δώρο μου, μετά από μήνες πίεσης, να μεταπείσω τους γονείς μου, δηλαδή τη μητέρα μου ότι, στο βουνό δεν κινδυνεύεις από λύκους και αρκούδες.
Κρυώνω, νιώθω τα χέρια μου παγωμένα, ακούω δίπλα μου τα άλογα να αγκομαχούν κουβαλώντας εφόδια, δεν καταλαβαίνω τι και για πού. Άνθρωποι και ζώα σε μια γραμμή ανεβαίνουν σιωπηλά ένα μονοπάτι που γίνεται δρόμος και μετά πάλι μονοπάτι. Συναντούμε το μοναδικό λιφτ στο βουνό και φθάνουμε στο τέλος του, όπου υπάρχει ένας άδειος οικίσκος, όπως τον έφτιαξαν και άφησαν αυτοί που εγκατέστησαν το λιφτ. Μικρή ξεκούραση και η πορεία συνεχίζεται.
Χαράζει, το κρύο δυναμώνει, το υψόμετρο ανεβαίνει, νέοι όγκοι εμφανίζονται με το φως της ημέρας. Φθάνουμε στο διάσελο της κορυφής του Αγίου Αντωνίου. Ένα ωραίο κτίριο εμφανίζεται μέσα στις ακτίνες του ηλίου και γύρω του διακρίνονται εγκαταστάσεις μετεωρολογικών οργάνων. Τα ζώα κατευθύνονται προς το κτίριο και εμείς στρίβουμε προς την άλλη μεριά. Πού να ξέρω ότι, λίγα χρόνια μετά, θα ξαναβρεθώ στο κτίριο αυτό, σαν φοιτητής, παρέα με τους ερευνητές που είναι πλέον και καθηγητές μου. Ένα μοναδικό διώροφο κτίριο, στο ισόγειο η κουζίνα, αποθηκευτικοί χώροι καυσίμων και φαγητών, ενώ στο πρώτο όροφο υπήρχαν τα υπνοδωμάτια και ο μεγάλος χώρος διεξαγωγής των μετρήσεων και χώρος μελέτης.
Περνούμε από τη βάση του μικρού Σκολιού, μετά από τη βάση του Σκολιού, το μονοπάτι καθαρό και καλά σηματοδοτημένο μέχρι εδώ, περπατάμε γρήγορα, η κλίση είναι μικρή και κατευθυνόμαστε προς την κορυφή Σκάλα, διασχίζοντας μικρό υπόλειμμα χιονιού, την οποία προσεγγίζουμε σε 4 ώρες από το ξεκίνημά μας. Η κορυφή Μύτικας ορθώνεται μπροστά μας, τόσο κοντά. Ένας πάσσαλος με μια μικρή μεταλλική πινακίδα, όπου γράφει Μύτικας δείχνει στο πουθενά.
Η βροντερή φωνή του αρχηγού σταματά τις απορίες μου. «Κατεβαίνουμε προσεκτικά, μπαίνοντας στη λεγόμενη Κακόσκαλα, ο ένας στα βήματα του άλλου», και εξαφανίζεται ανάμεσα από 2 πέτρες. Φθάνει η σειρά μου και χάνω τη φωνή μου από το θέαμα που βλέπω. Ο ήλιος με τυφλώνει και κάτω στο βάθος χιλιόμετρα μακριά απλώνεται το Λιτόχωρο, οι παραλίες, η θάλασσα. Το μυαλό δεν λειτουργεί. Ο πίσω σπρώχνει. Προχώρα, μου λέει. Οι κόκκινες πυκνοζωγραφισμένες γραμμές, τα σημάδια, δείχνουν την πορεία μας. Η κατάβαση τελειώνει και αρχίζει η ανάβαση με χέρια και με πόδια. Η πλευρά που ανεβαίνουμε τελειώνει και λίγο πριν την κορυφή της την παρακάμπτουμε, στρίβοντας κυριολεκτικά στο χάος, λίγη ανάβαση ακόμα και η πρώτη μου φωτογραφία στον Μύτικα δίπλα στη σιδερένια ελληνική σημαία (παλιού τύπου σε σταυρό) είναι γεγονός. Γράφουμε τα ονόματά μας στο βιβλίο. Η ώρα είναι εννέα και μισή. Η φωνή του αρχηγού, καταπέλτης. «Φεύγουμε από το λούκι. Προσοχή τις πέτρες».
Ποιο λούκι, τι είναι το «λούκι» αναρωτιέμαι. Σύντομα έχω καταλάβει. Με χέρια, πόδια αλλά και ώμους, άλλοτε με τη φάτσα, άλλοτε με την πλάτη κατεβαίνουμε το «λούκι». Περνάμε κάτω από το «στεφάνι» και σε λίγο, μικρή στάση στο καταφύγιο, στο οροπέδιο των Μουσών. Κοιτώ τον όγκο του «Στεφανιού». Πόσο γρήγορα τέλειωσε το ανέβα-κατέβα. Μια θλίψη με πιάνει. Ήθελα να καθίσω περισσότερο στην κορυφή. Τι μανία θεέ μου με τον χρόνο! Να προλάβουμε το λεωφορείο. Το προλάβαμε, ακριβώς στο χρόνο μας. Και τότε ήρθαν τα συγχαρητήρια, για την κορυφή, την τήρηση του χρόνου, την καλή μας ορειβατική διαγωγή, ε δε λέω με κάποιες μικροπαρατηρήσεις.
Από εκείνη την ημέρα δεν θα σταματήσω κάθε χρόνο να ανεβαίνω στον Όλυμπο. Σαν μαθητής, φοιτητής, επιστήμονας, επαγγελματίας, οικογενειάρχης. Στον αρχηγό της αποστολής εκείνης της ημέρας, η ζωή του έδωσε την χαρά να ανέβει πάμπολλες φορές και μάλιστα με τον γιο του και τον εγγονό του.
19 Αυγούστου 2013. Μετά από 14 χιλιόμετρα σύγχρονου ασφαλτοστρωμένου δρόμου, σταθμεύουμε έξω από το στρατόπεδο του ΚΕΟΑΧ. Ο φρουρός με το όπλο στο χέρι μας ανοίγει την πύλη, ενώ ο συνάδελφός του γράφει τα στοιχεία των ταυτοτήτων μας. Οι τελευταίες του λέξεις «απαγορεύονται οι φωτογραφίες εντός του στρατοπέδου». Ξεκινούμε την πορεία. Εξοπλισμός, σύγχρονα μποτάκια ορειβασίας, ειδικό παντελόνι παντός καιρού, μπαστούνια πεζοπορίας και σακίδιο 65 λίτρων και 20 κιλών με όλο τον εξοπλισμό. Η ώρα είναι 17.30. Ανεβαίνουμε. Προσπερνάμε το παλιό καταφύγιο το οποίο έχει μετατραπεί ολόκληρο σε λέσχη αξιωματικών. Στο χώρο που κάποτε είχα κοιμηθεί τώρα υπάρχει η κουζίνα. Συνεχίζουμε στον ίδιο δρόμο, μονοπάτι περνάμε το πρώτο λιφτ, φθάνουμε στο δεύτερο και σύντομα κάνουμε μικρή στάση για αλλαγή εξοπλισμού στον μικρό οικίσκο στο τέλος του 2ου λιφτ. Το εσωτερικό του οικίσκου έχει μετατραπεί σε ένα πρόχειρο αλλά καλά οργανωμένο χώρο καταλύματος, δυναμικότητας 11 κρεβατιών. Η Ελληνική Ομάδα Διάσωσης αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τον χώρο αυτό. Ο αέρας αρχίζει να δυναμώνει. Φθάνουμε στο διάσελο και κατευθυνόμαστε στην κορυφή του Αγίου Αντωνίου στον παλιό μετεωρολογικό σταθμό, όπου και θα διανυκτερεύσουμε. Ο αέρας ανυπόφορος, το κρύο αρκετό, γάντια σκουφιά, μπουφάν κάνουν τη ζωή μας εύκολη απέναντι στα στοιχεία της φύσης. Σε 3 ώρες από το ξεκίνημά μας, μπαίνουμε στο εγκαταλελειμμένο και λεηλατημένο κτίριο από το παράθυρο του 1ου ορόφου, αυτή είναι πλέον η επίσημη είσοδος και κατευθυνόμαστε στο μεγάλο δωμάτιο, το οποίο έχει μετατρέψει σε πολύ καλά οργανωμένο χώρο πρόχειρης διαμονής, η Ελληνική Ομάδα Διάσωσης. Θερμά συγχαρητήρια για την τόσο σημαντική εθελοντική εργασία των ανθρώπων αυτών σε ποικίλα επίπεδα. Η πολιτεία απούσα. Η θερμοκρασία στο εσωτερικό, 12 βαθμοί, λίγο πάνω από το μηδέν στο εξωτερικό. Λίγο φαγητό και ο ύπνος έρχεται χωρίς να το καταλάβουμε. Ο ήλιος έχει ανατείλει. Ο ουρανός πεντακάθαρος.
Ακολουθούμε το άριστα σηματοδοτημένο μονοπάτι μέχρι τη βάση του Σκολιού. Η σήμανση εξαφανίζεται και το τελευταίο κομμάτι μέχρι την κορυφή Σκάλα γίνεται κατ’ εκτίμηση. Να εύχεσαι να μην έχει ομίχλη. Ο πάσσαλος είναι στη θέση του, η πινακίδα σκουριασμένη και πεταμένη κάτω στο χώμα. Το βέλος δείχνει το σημείο κατάβασης. Μια άλλη πινακίδα με οδηγίες σε πολλές γλώσσες έχει ξεθωριάσει. Κάτι ελληνικά γράμματα ξεχωρίζουν χωρίς νόημα. Ευτυχώς που η ελληνική γλώσσα είναι διεθνής και όλοι οι ξένοι την κατέχουν ώστε να μπορούν να καταλάβουν προς τα πού πάει το μονοπάτι. Και τι μονοπάτι! Κατεβαίνουμε τη μικρή κόψη, και αρχίζουμε την ανάβαση. Τα κόκκινα σημάδια έχουν γίνει κιτρινοκόκκινες βούλες, ξεθωριασμένες ωστόσο. Στο γύρισμα, στο τέλος της πλευράς αυτής, έχει τοποθετηθεί ένα μόνιμο συρματόσχοινο που βοηθά πάρα πολύ κυρίως τους άπειρους ορειβάτες, αλλά και τους έμπειρους σε δύσκολες συνθήκες. Δεν θα ήταν άσχημο να τοποθετηθούν και άλλα μόνιμα συρματόσχοινα σε λιγότερα δύσκολα σημεία. Η πλειοψηφία των αναβατών δεν έχει ορειβατική παιδεία. Μόνιμα «καρφιά» έχουν τοποθετηθεί για να κρεμαστούν σχοινιά σε συνθήκες χιονιού.
Ανεβαίνουμε στην κορυφή. Η ελληνική σημαία πάντα εκεί, όχι του παλαιού τύπου αλλά η καινούργια. Γράψαμε τα ονόματά μας στο βιβλίο, χαζέψαμε τον ορίζοντα. Ήδη πολύ κόσμος άρχισε να συσσωρεύεται και από τις 2 μεριές, το «λούκι» και την Κακόσκαλα. Ήταν η ώρα της αναχώρησης. Συνολικά απαιτήθηκαν 4,5 ώρες για τη διαδρομή ΚΕΟΑΧ-Μύτικας και ουχί 2,5 ώρες με πάνινα παπούτσια και ένα μπουκάλι νερό από έναν ορειβάτη με 38 χρόνια εμπειρίας και αναβάσεων στον Όλυμπο. Στην επιστροφή και μέσα στην Κακόσκαλα συναντήσαμε μια φοβισμένη κυρία που προσπαθούσε για την πρώτη της ανάβαση στην κορυφή. Με πολλή υπομονή και χάρη στην πολύ καλή συνεργασία που επέδειξε την οδηγήσαμε πίσω στη Σκάλα, όπου πλέον πολύ κόσμος μαζευόταν και χάζευε τον Μύτικα.
Η πορεία προς την κορυφή δεν είναι μια απλή υπόθεση. Θέλει ψυχραιμία, υπομονή, έμπειρο οδηγό και κυρίως αναμέτρηση με τον εσωτερικό μας κόσμο. Τον εαυτό μας πρέπει να ξεπεράσουμε και μας το θύμισε μια άλλη ξένη κυρία, η οποία κάνοντας γιόγκα στη Σκάλα ετοίμαζε τον εαυτό της για τη μεγάλη δοκιμασία της Κακόσκαλας. Σε λιγότερο από 3 ώρες κατεβήκαμε στο αυτοκίνητό μας. Στο αναψυκτήριο, στο πλατανόδασος, στον παλιό Σπαρμό χαζεύαμε τις φωτογραφίες του 1975 που είχα κουβαλήσει μαζί μου σε σχέση με τις σημερινές. Με ρώτησε ένας συνάδελφός μου. Τι λες, πόσα βήματα μπροστά και πόσα πίσω, στα 38 χρόνια. Και απάντησα. Θα διαβάσεις το κείμενο και θα κρίνεις μόνος σου. Οι φωτογραφίες αδιάψευστος μάρτυρας.
ΝΑΜ