«Ρόδα φυτέψτε αμάραντα ολόγυρα στο χώμα
υμνώντας τους αθάνατους, που κείτονται από κάτω.
Εκείνοι αίμα έδωσαν λεύτεροι εμείς να ζούμε…»
Τ. Μπουρλάκης (Σ.Π.)
Το οδοιπορικό μας προς το βυζαντινό «Ρουπέλιο» προέβλεπε πρώτα προσκύνημα στον Άγιο Νικόδημο, στη φερώνυμη Ι.Μ. στη Γουμένισσα Κιλκίς. Εκεί ανάψαμε κερί στον Αγιορείτη Δάσκαλο του Γένους και ο Μεγαλόσχημος καλόγηρος του Μοναστηριού, με λόγο στηρικτικό και ένθεο καθοδήγησε την ταραγμένη από τα βιοτικά σκέψη μας, ανέλυσε την πληρότητα της απόλυτης προσευχής – Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με – και γαλήνεψε την ψυχή μας. Υποκλιθήκαμε και προσκυνήσαμε την Παραμυθία και πιο κατασταλαγμένοι και ήσυχοι για το μέλλον του ελληνισμού, κινήσαμε πάλι, οι Δάσκαλοι του «Πελασγού», για τα ματωμένα χώματα του ιστορικού Ρούπελ.
Στη νοερή μας προσευχή τους βάλαμε όλους. Και εκείνους που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο «Κλειδί», τότε, στα ένδοξα τα χρόνια τα βυζαντινά και τους μετέπειτα συμπολεμιστές του Παπακυριαζή και του Βελησσάριου, αλλά και «τα γνήσια της Ελλάδος τέκνα» που κέρδισαν τον «κότινο της νίκης» φράζοντας το δρόμο, στις 6 Απριλίου του 1941, αντιπαρατάσσοντας στις πάνοπλες μηχανοκίνητες στρατιές του Χίτλερ, το υπερήφανο φρόνημα και το φιλότιμο του Έλληνα φαντάρου.
Βρεθήκαμε λοιπόν εκεί. Στα ματωμένα χώματα του Ρούπελ.
Εκεί όπου, στην ιταμή απαίτηση του Γερμανού κατακτητή να του παραδοθεί το φρούριο, ακούστηκε σε άλλη απόδοση το «μολών λαβέ» του Λεωνίδα, από τον επικεφαλής Έλληνα Αξιωματικό μας:
- Τα φρούρια δεν παραδίδονται. Καταλαμβάνονται!
Στον απόηχο αυτής της αποκοτιάς, ταπεινοί προσκυνητές και θαυμαστές, στον ίδιο χώρο, παραδώσαμε από χρέος τιμής στο σημερινό φύλακα των «Θερμοπυλών» μια Ελληνική σημαία, που στις αναρριπίσεις του αέρα θα διαλαλεί στους ανυποψίαστους και στους μεμυημένους:
- Ρούπελ θα πει Ελλάδα…
Αποχαιρετήσαμε τους φρουρούς και κατηφορίσαμε για το Σιδηρόκαστρο. Και μπορεί ο νους μας συνεπαρμένος να περιπλανιόταν ανάμεσα στις αναστημένες προγονικές μορφές, με χιτώνες, φουστανέλες και δίκοχα, του οδηγού όμως, του κυρ-Νίκου ο νους – μάστορας του τιμονιού – μας πάρκαρε για φαγητό και βασιλόπιτα. Και πράγμα σημαδιακό! Το φλουρί έπεσε στο κομμάτι του φτωχού και το χαρήκαμε.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ήρθε το απομεσήμερο και πήραμε το δρόμο του γυρισμού.
Ο νους μας όμως, έμεινε εκεί, στο Ρούπελ….
Δημήτριος Νικ. Καραμούρτος
Πρόεδρος του «Πελασγού»