Του Λεωνίδα Τζέκα
Το ταξίδι μας σήμερα είναι στα σύνορα των νομών Λαρίσης και Τρικάλων, στους πρόποδες του βουνού, στα Αντιχάσια όπου βρίσκεται το Γριζάνο. Χωριό με πλούσια αρχαία και βυζαντινή ιστορία βρίσκεται σε ένα γραφικό τοπίο.
Η «ΕτΔ» βρέθηκε στο χωριό αυτές τις κρύες ημέρες, γεμάτες ομίχλη και με τη βοήθεια δυο φίλων του Άγγελου και του Ευθύμιου, επισκεφτήκαμε και φωτογραφίσαμε το βυζαντινό κάστρο που βρίσκεται στο βουνό, το οποίο θεωρείται το σπουδαιότερο αμυντικό φρούριο της βυζαντινής εποχής στη Θεσσαλία.
«Τα αρχαία χρόνια – ακούω τον Άγγελο να μου διηγείται την ιστορία του χωριού του καθώς το αφήνουμε πίσω μας και ανεβαίνουμε με το αγροτικό το βουνό - υπήρχε γεωργοκτηνοτροφικός οικισμός και ονομαζόταν Βλύζας ή Βλύζανος από το όνομα του άρχοντα ο οποίος δημιούργησε τον οικισμό και ονομαζόταν έτσι εξαιτίας του άφθονου νερού που «βλύζει» (αναβλύζει) στους πρόποδες του βουνού. Την ύπαρξη του οικισμού καταμαρτυρούν το ύψωμα Ράχη βαρυκού (Μαγούλα – Ακρόπολη) όπου εκείνη την περίοδο υπήρχε αγροτικός οικισμός καθώς και τα ερείπια κοντά στις πηγές του Κάστρου. Η ονομασία του οικισμού επιβεβαιώνεται από την ανεύρεση αρχαίας επιγραφής, πιθανότατα από κάποιο κτίριο εκείνης της περιόδου, η οποία είναι τοποθετημένη ως αέτωμα στην είσοδο του ιερού ναού Αγίου Νικολάου.
Οι κάτοικοι του Γριζάνου, οι Βλυζαίοι όπως λέγονταν, μαζί με τους Οιχαλείς, τους Φαρκαδόνους και τους Φαετούς πήραν μέρος στην εκστρατεία των Ελλήνων κατά της Τροίας. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του κ. Βασιλείου Μπέη η ξυλεύσιμος ύλη για την κατασκευή των 30 πλοίων με τα οποία συμμετείχαν οι Θεσσαλοί μεταφέρθηκε από τα βουνά των Αντιχασίων διά μέσου του Νεοχωρίτη ποταμού και του Πηνειού στις εκβολές όπου ήταν τα ναυπηγεία της εποχής. Τα χρόνια του Βυζαντίου το Γριζάνο ήταν πέρασμα από τη Μακεδονία στην πεδιάδα της Θεσσαλίας και τη νότια Ελλάδα. Από το μονοπάτι του Γκόλια διέρχονταν με τα ζώα οι Κυρατζήδες της εποχής, οι διαβάτες και οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια (διάβες) για να πάνε στα ορεινά βοσκοτόπια της Μακεδονίας. Μπαίνοντας στο χωριό, δεσπόζει το βυζαντινό κάστρο με περίμετρο πολλών χιλιομέτρων και ύψος στη βόρεια πλευρά του 7-8 μέτρα, καθώς υψώνεται βορειοανατολικά του χωριού. Αποτέλεσε στρατηγικό σημείο περάσματος από Όλυμπο, Ελασσόνα προς τη δυτική Θεσσαλία.
Οι πρόγονοι των Γριζανιτών καταμαρτυρούν ότι ο Ιουστινιανός διερχόμενος από την περιοχή, κατασκεύασε το φρούριο στο σημείο αυτό για να αντιμετωπίζονται ευκολότερα οι επιδρομές των Σλάβων. Κατασκευάστηκε το 600 μ.Χ. και διατηρήθηκε μέχρι τον 14 αιώνα».
Καθώς η πυκνή ομίχλη απλωνόταν γύρω μας και το αυτοκίνητο τρανταζόταν πάνω στον άσχημο, γεμάτο κοτρόνια αγροτικό δρόμο ο οδηγός δεν φαινόταν να πτοείται και συνέχιζε να μου διηγείται την ιστορία.
«Το φρούριο της Τρίκκης ήλεγχε το πέρασμα από την Πίνδο στη Θεσσαλία. Το κάστρο στην ανατολική Θεσσαλία ήλεγχε το πέρασμα των Τεμπών από ανατολικά και το φρούριο του Βλυζάνου που κατασκευάστηκε για να αποκρούει τους εισβολείς που έρχονταν από τα στενά του κάτω Ολύμπου, διαμέσου Ελασσόνας, Βλαχογιαννίου και Μεγάλου Ελευθεροχωρίου κατέβαιναν στη Θεσσαλία. Το κάστρο του Γριζάνου περιέκλειε μεγάλη έκταση και μαζί τις πηγές του βουνού όπου υπήρχε πέτρινο μονοπάτι το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα, από το οποίο κατέβαιναν οι στρατιώτες και έπαιρναν νερό. Την περίοδο των σλάβικων επιδρομών υπήρχε μεγάλος αριθμός στρατιωτών και δόθηκαν αρκετές μάχες. Αυτό βεβαιώνεται από τους Βυζαντινούς τάφους που βρέθηκαν στη γύρω περιοχή όταν ο ελληνικός στρατός το 1912 διάνοιγε το δρόμο για να ανεβάσουν τα κανόνια από το Γριζάνο στο Μεγ. Ελευθεροχώρι και στη συνέχεια προς την Ελασσόνα όπου δόθηκε η μάχη του Σαρανταπόρου».
Ξαφνικά ένα μεγάλο τείχος άρχισε να ξεπροβάλει μπροστά μας. «Φτάσαμε» – φώναξε ο Εύθυμης, και με βοήθησε να κουβαλήσω τη φωτογραφική τσάντα μου. Η μαγεία του τοπίου είχε αιχμαλωτίσει το βλέμμα μου, αμέσως άρχισα να βγάζω φωτογραφίες.
«Κεντρικό ρόλο έπαιζε το κάστρο μας, που επόπτευε μεγάλο μέρος του κάμπου της Θεσσαλίας και προστάτευε από τους επιδρομείς, που έρχονταν τόσο από τον βορρά όσο και από τη δύση» – άκουγα τη φωνή του Εύθυμη, καθώς βρεθήκαμε στο εσωτερικό του. Μας πήρε αρκετή ώρα να το περπατήσουμε και να φωτογραφίσουμε. Ενώ σε απόσταση 200 μέτρων περίπου, από τη βόρεια πλευρά του τείχους διακρίνονται τα ερείπια ενός εκτεταμένου προτειχίσματος, η ύπαρξη του οποίου δικαιολογείται, γιατί το ύψωμα είναι αρκετά πλατύ και ως εκ τούτου, εύκολη η πρόσβαση των επιτιθέμενων εχθρών.
Όταν ετοιμαστήκαμε να αποχωρήσουμε η ομίχλη είχε εξαφανιστεί και τότε φάνηκε καθαρά ο ορίζοντας. Πράγματι δεν ήταν τυχαίο το μέρος όπου έγινε το κάστρο. Στα τέσσερα σημεία του, σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων φαινόταν πεντακάθαρα το τοπίο. Ήταν πραγματικά τόπος στρατηγικής σημασίας, όπως τον είχαν βαπτίσει την εποχή εκείνη.
Έφυγα γεμάτος με όμορφες εικόνες αλλά και πλούσιος σε εμπειρίες ευχαριστώντας τους καλούς φίλους, τον Άγγελο και τον Ευθύμιο.