ΑΘΗΝΑ
Τις ανησυχίες του για την κατάσταση της επιστήμης, της έρευνας και της τεχνολογίας στην Ελλάδα, αλλά και για τις επαγγελματικές προοπτικές των μελλοντικών εργαζομένων σε αυτούς τους τομείς, εξέφρασε ένας από τους κορυφαίους Έλληνες επιστήμονες, ο ακαδημαϊκός Σταμάτης Κριμιζής, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, στο περιθώριο του Συμποσίου του Επτά Σοφών για την Κοσμολογία, του οποίου είναι πρόεδρος.
Ο ομότιμος Διευθυντής Διοίκησης Διαστήματος του Πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς των ΗΠΑ, ο οποίος έχει εντρυφήσει στην ελληνική πραγματικότητα στα θέματα αυτά, καθώς έχει στο παρελθόν διατελέσει πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤ), επεσήμανε ότι οι χρηματοδοτήσεις για την έρευνα έχουν πλέον λιγοστέψει και επιπλέον ότι η χώρα μας κινδυνεύει να χάσει την ψήφο της σε διεθνείς επιστημονικούς οργανισμούς, επειδή δεν πληρώνει την ετήσια συνδρομή της.
Χαρακτηρίζει «κρίσιμη» την κατάσταση, όσον αφορά τη «διαρροή» εγκεφάλων στο εξωτερικό και επισημαίνει ότι τα ξένα πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα «τρίβουν τα χέρια τους», γιατί καλοβλέπουν να προσελκύσουν τους άξιους Έλληνες επιστήμονες.
Για τη βελτίωση της κατάστασης, ο κ.Κριμιζής προτείνει τη σημαντική αύξηση του ποσοστού του ελληνικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) που κατευθύνεται στην Έρευνα και Τεχνολογία (R&D), την αποφασιστική μείωση των γραφειοκρατικών εμποδίων για τη δημιουργία μικρομεσαίων καινοτομικών επιχειρήσεων, αλλά και τη δραστική μείωση του αριθμού τόσο των εισακτέων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, όσο και του αριθμού των σχολών. Όπως επισημαίνει, παράγεται χωρίς προγραμματισμό μια υπερπληθώρα μηχανικών και άλλων επιστημόνων, που δεν θα μπορούν να απορροφηθούν από την ελληνική αγορά εργασίας και τελικά θα επανδρώσουν «μια νέα γενεά μορφωμένων ταξιτζήδων».
Το κείμενο της συνέντευξης:
ΕΡ: Πώς βλέπετε τη σημερινή κατάσταση της επιστήμης, της έρευνας και της τεχνολογίας στην Ελλάδα;
ΑΠ: Η κατάσταση στον ερευνητικό τομέα είναι αρκετά δύσκολη, καθώς οι χρηματοδοτήσεις στους ερευνητές έχουν οπισθοδρομήσει. Δεν πληρώνουμε ούτε καν τις συνδρομές και τις υποχρεώσεις μας σε διεθνή φόρα, όπως στο CERN και στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστήματος (ESA), με συνέπεια να κινδυνεύουμε να χάσουμε ως χώρα την ψήφο μας. Η βάση της ανάπτυξης, που είναι η έρευνα και η καινοτομία, είναι ολωσδιόλου υπονομευμένη από τα πράγματα που γίνονται σήμερα στην Ελλάδα.
ΕΡ: Ποια θεωρείτε ως κυριότερα προβλήματα σήμερα;
ΑΠ: Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η χώρα επένδυε μόνο 0,5% του ΑΕΠ της στην Έρευνα και Τεχνολογία. Και είμαι σίγουρος ότι τώρα το αντίστοιχο ποσοστό είναι ακόμη πιο χαμηλό. Από την άλλη, υπάρχουν προηγμένες χώρες που έχουν κάνει μεγάλη πρόοδο, όπως η Φινλανδία, η οποία, όταν παλαιότερα βρέθηκε σε τρομερή ύφεση και είχε χάσει πάνω από το 25% του ΑΕΠ της, αποφάσισε κατ' ευθείαν να αφιερώσει το 3% του ΑΕΠ της στην έρευνα και στην τεχνολογία. Κάπως έτσι βγήκε και η Nokia. Εμείς όμως κάνουμε το ακριβώς αντίθετο. Δεν μπορεί να προχωρήσει έτσι η χώρα μας.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι έχουμε τόσα πολλά γραφειοκρατικά εμπόδια στις καινοτόμες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι η βάση των προηγμένων τεχνολογιών όλων των προηγμένων χωρών. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, τα δύο τρίτα της δημιουργίας θέσεων εργασίας προέρχονται από τις νεοσύστατες μικρές εταιρείες. Εμείς εδώ, όποιους πάνε να αρχίσουν μια νέα εταιρεία, τους «σταυρώνουμε». Όλες οι προσπάθειες για θεσμικές αλλαγές, έχουν αποτύχει.
ΕΡ: Η νέα κυβέρνηση έχει έναν αρμόδιο αναπληρωτή υπουργό Έρευνας, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Αισιοδοξείτε ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί στο μέλλον, με δεδομένο ότι υπάρχει πλέον και αρμόδιο υπουργείο;
ΑΠ: Αυτό ήταν μια πολύ ελπιδοφόρα εξέλιξη, ειδικά η επιλογή του κ. Κώστα Φωτάκη, ο οποίος είναι άξιος επιστήμονας και ερευνητής. Αγωνίζεται για να κρατήσει μια «γραμμή» και να αρχίσει πράγματι η ανάπτυξη. Και ευτυχώς θα προωθήσει ένα νέο νόμο για την έρευνα, γιατί ο προηγούμενος νόμος επί κυβέρνησης Σαμαρά είχε τρομερές αδυναμίες, θα τον χαρακτήριζα κατάπτυστο. Χρειαζόμαστε ριζικές αλλαγές. Άνθρωπος που μπορεί να τις κάνει, υπάρχει: ο κ.Φωτάκης. Το θέμα είναι εάν θα του το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες και αν θα δοθεί προτεραιότητα σε αυτό τον τομέα.
ΕΡ: Επιθυμούμε η Ελλάδα να είναι εξαγωγική χώρα, αλλά βλέπουμε ότι κυρίως εξάγει επιστήμονες. Πόσο ανησυχητική θεωρείτε σήμερα αυτή τη «διαρροή» εγκεφάλων και πώς θα μπορούσε να ανακοπεί;
ΑΠ: Οπωσδήποτε η κατάσταση είναι κρίσιμη. Έχω προσωπική γνώση του τι συμβαίνει. Άνθρωποι άκρως εκπαιδευμένοι και στην κορυφή του επαγγέλματός τους μού ζητάνε συστατικές επιστολές για να πάνε σε ιδρύματα του εξωτερικού. Συνάδελφοί μου Αμερικανοί τρίβουν τα χέρια τους με την έξοδο των ελλήνων επιστημόνων, διότι εκ πείρας εκτιμούν την αξία τους.
Δεν είναι σωστό η Ελλάδα να εκπαιδεύει τόσο πολύ κόσμο δίχως κάποιο προγραμματισμό. Έχουμε αριθμητικά τόσους φυσικούς όσους έχει και η Αμερική των 350 εκατομμυρίων κατοίκων. Παράγουμε κάθε χρόνο από τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ μας περίπου 7.000 μηχανικούς. Αυξάνουμε το ποσοστό των μηχανικών με τέτοιο ρυθμό, που σε 20 χρόνια ένας στους 30 Έλληνες θα είναι μηχανικός, όταν στη Γαλλία η αναλογία είναι ένας στους 500 και στις ΗΠΑ ένας στους 3.000.
Τι κάνουμε εμείς δηλαδή; Πώς θα βρουν δουλειά όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Ξέρουμε ότι ήδη έχουμε τους πιο μορφωμένους ταξιτζήδες και προετοιμάζουμε τώρα μια νέα γενεά μορφωμένων ταξιτζήδων. Δεν έχω βέβαια αντίρρηση να είναι μορφωμένοι οι ταξιτζήδες μας, αλλά πρέπει να υπάρχει ένας περιορισμός, ένας προγραμματισμός. Πρέπει να πούμε πόσους φυσικούς χρειάζεται η χώρα, πόσους μαθηματικούς, πόσους μηχανικούς κλπ.
ΕΡ: Ο περιορισμός του αριθμού των σπουδαστών στα ΑΕΙ και ΤΕΙ σημαίνει και κλείσιμο σχολών;
ΑΠ: Οπωσδήποτε. Υπάρχουν σχολές που δεν είναι βιώσιμες. Είναι σχολές μόνο κατ' όνομα. Μερικές έχουν 13 καθηγητές και δύο μαθητές. Αυτές είναι δουλειές του ποδαριού. Θα πρότεινα να κλείσουν τα δύο τρίτα των πανεπιστημιακών σχολών. Πρέπει να δρομολογήσουμε από την αρχή τις επαγγελματικές προοπτικές του φοιτητικού κόσμου.