της Έφης Τουφεξή
Υποτροφίες μουσικής στο εξωτερικό. Διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς. Ρεσιτάλ πιάνου σε καταξιωμένους χώρους… Η Λαρισαία πιανίστα Εύη Γιαμοπούλου αποδεικνύει ότι όταν το ταλέντο συνδυάζεται με το πάθος και την αφοσίωση ο δρόμος της μουσικής γίνεται πολύ φωτεινός…
Το σόλο ρεσιτάλ πιάνου ξεκινά με τις πρώτες νότες να «χρωματίζουν» τον αέρα του λονδρέζικου συναυλιακού χώρου St Martin-in-the-Fields. Στο πιάνο η Εύη Γιαμοπούλου ερμηνεύει Λίστ, Τουρίνα, Μόμπου… Ξάφνου ο ρυθμός αλλάζει. Οι μελωδίες του Χατζηδάκι φέρνουν γενναιόδωρο χειροκρότημα. Η εκφραστικότητα και η μουσική ευαισθησία της Λαρισαίας πιανίστας καταφέρνουν να «αγγίξουν» την ψυχή των Άγγλων θεατών της, ακόμη κι αν για πολλούς η πρώτη φορά που άκουγαν την Ιονική Σουίτα για σόλο πιάνο του Χατζηδάκι, ήταν σε εκείνες τις δύο συναυλίες της, τον περασμένο Ιανουάριο, στο Λονδίνο. «Οι ελληνικές μελωδίες με την πολυπλοκότητα των ρυθμών τους σε συνδυασμό με την αρμονία της δυτικής μουσικής κεντρίζει και ενθουσιάζει το κοινό», αποκαλύπτει η ίδια, που συχνά στις συναυλίες της στο εξωτερικό συμπεριλαμβάνει στο ρεπερτόριό της και Έλληνες συνθέτες.
Η Λαρισαία καλλιτέχνις τα τελευταία χρόνια πορεύεται στα φωτεινά μονοπάτια της μουσικής, προικίζοντας το βιογραφικό της με εμφανίσεις σε πολλά διεθνή φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού, καθώς και σε ρεσιτάλ πιάνου και συναυλίες μουσικής δωματίου σε σημαντικές αίθουσες της Ελλάδας, ανάμεσα στις οποίες το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, ομοίως και σε άλλες χώρες (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία, Αυστρία κ.ά.) σε χώρους όπως το St Martin-in-the-Fields, Regent Hall, Steinway Hall. Τι σημαίνει για έναν μουσικό να δίνει συναυλίες, προσκαλεσμένος σε καταξιωμένους χώρους; «Οπωσδήποτε προσφέρει χαρά και ικανοποίηση! Η γοητεία, που ασκεί η σκηνή στον καλλιτέχνη, μεγαλώνει όταν μιλάμε για καταξιωμένους χώρους. Ωστόσο η ερμηνεία και το πάθος του μουσικού δε διαμορφώνονται σύμφωνα με την εκάστοτε μουσική σκηνή... η ακτινοβολία και η μουσική αύρα του καλλιτέχνη είναι παντού η ίδια και το κοινό -είτε πρόκειται γι’ αυτό του Μεγάρου είτε για το κοινό ενός μικρού χωριού- είναι ο αποδέκτης αυτής. Οι θεατές, εξοικειωμένοι ή μη με την κλασική μουσική, λαμβάνουν πάντα τα μηνύματα της ερμηνείας και της ψυχής του μουσικού! Το νιώθει κανείς στο χειροκρότημα...», αναφέρει.
Η ίδια έχει καταχειροκροτηθεί σε συνεργασίες με σημαντικά μουσικά σύνολα στην Ελλάδα και το εξωτερικό και ως σολίστ συμπράττοντας με συμφωνικές ορχήστρες όπως με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης υπό τη διεύθυνση του Α. Μυράτ, με την Καμεράτα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Ch. Warren – Green, με την Eθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του Trevor Jones και με τη Συμφωνική Ορχήστρα Λάρισας.
Με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, μάλιστα, ερμήνευσε σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση το Κοντσέρτο Αρ. 3 για πιάνο και κρουστά του Κ. Κυδωνιάτη στο Μουσείο Μπενάκη. Οι πρωτιές, βέβαια, τη συνοδεύουν. Έχει διακριθεί σε διαγωνισμούς πιάνου και μουσικής δωματίου στο Λονδίνο, ενώ το Νοέμβριο του 2000 η ισπανική πρεσβεία της απένειμε βραβείο για την καλύτερη εκτέλεση έργου για πιάνο σύγχρονου ισπανού συνθέτη, στο διαγωνισμό John Longmire στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Ιberia».
Επανειλημμένα οι μουσικοκριτικοί επιβραβεύουν την άρτια τεχνική της και το ιδιαίτερο μουσικό της ένστικτο. Ενδεικτικό είναι ότι ο διεθνούς φήμης συνθέτης Trevor Jones, που υπογράφει τα σάουντρακς των ταινιών «Ο τελευταίος των Μοϊκανών», «Μια βραδιά στο Notting Hill» στο τέλος μιας συναυλίας που συνεργάστηκε με την Εύη Γιαμοπούλου, αναφερόμενος στο μέρος του πιάνου επισήμανε ότι δεν έχει ξανακούσει τόσο όμορφη ερμηνεία των έργων του όσο από εκείνη.
Συμπυκνώνει το κλειδί της επιτυχίας της στο δίπτυχο: ταλέντο κι αφοσίωση. Το ταλέντο ήταν μάλλον καταγεγραμμένο στο DNA της. «Από τότε που άρχισα να μιλάω, θυμάμαι τον εαυτό μου να τραγουδά. Παιδιόθεν κάτι μαγικό συνέβαινε μέσα μου όταν άκουγα μουσική», αποκαλύπτει. Η ανάγκη της να εξηγήσει αυτό το «αλλόκοσμο», που έκανε δάκρυα συγκίνησης να κυλούν στα παιδικά της μάγουλα, την οδήγησε σε ηλικία εννέα χρονών στο Δημοτικό Ωδείο Λάρισας για σπουδές πιάνου με τους Ε. Γαλάνη και Α. Αλεξίου. Εκεί παρακολούθησε και μαθήματα κλασικού τραγουδιού με τη Βέτα Θεμελίδη.
Και αφιερώθηκε στη μουσική, εξερευνώντας τις δυνατότητές της. Αποφοίτησε από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συνέχισε τις σπουδές της στο μεταπτυχιακό τμήμα του Trinity College of Music, του Λονδίνου, στην τάξη πιάνου του Philip Fowke, λαμβάνοντας τρεις υποτροφίες από το ομώνυμο κολέγιο. Από εκεί απέσπασε το Postgraduate Piano Diploma, το Postgraduate Advanced Piano Diploma και το Master in Performance Studies. Στην πορεία δίδαξε πιάνο μεταξύ άλλων στο Μουσικό Τμήμα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Αθηνών, στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και εργάστηκε στο τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι καθηγήτρια πιάνου στο Ωδείο Φίλιππος Νάκας, στην Αθήνα.
Για εκείνη η μουσική είναι ο κόσμος της. Μέσω αυτής έμαθε να μοιράζεται τον αυθορμητισμό της, να παράγει λέξεις χωρίς λόγια, αγκαλιάσματα χωρίς σώματα… «Κάθε εικόνα, κάθε οπτικό ερέθισμα μετατρέπεται μέσα μου σε μουσική», θα πει. Βέβαια, η τέχνη της τη δικαίωσε. Ανήκει στους τυχερούς που το ταλέντο της έχει αναγνωριστεί σε Ελλάδα και εξωτερικό. Εκτός ελλαδικών συνόρων, ωστόσο διακρίνει περισσότερη αξιοκρατία και επαγγελματικές ευκαιρίες ανάδειξης. Κι όσο για την ελληνική οικονομική κρίση διαπιστώνει ότι πλήττει και τον καλλιτεχνικό κόσμο, καθώς ελλείψει χρημάτων δεν οργανώνονται παραγωγές, ενώ περιορίζονται και οι αμοιβές των μουσικών. «Η καλλιτεχνική δράση έχει μειωθεί, αλλά να σημειώσουμε ότι πάντα το κοινό της κλασικής μουσικής ήταν μικρότερο από εκείνο της ποπ», καταλήγει.