Σε μια εποχή εποχή που οι τραγουδίστριες μας απασχολούν με την ανατομία τους, η Μαρινέλλα μας υπενθυμίζει ότι η ιστορία των τραγουδιών γράφεται με φωνή και με ψυχή.
Από τον Άρη Βασιλειάδη
Η σκηνή είναι το οξυγόνο της. Τα λίγα τετραγωνικά της μεταμόρφωσής της. Εκεί όπου γίνεται ένα με τη μουσική. Όσοι την ξέρουν αναρωτιούνται πως αυτή η γυναίκα που το μεσημέρι ταΐζει τα εγγόνιά της ή το απόγευμα σκάβει το λαχανόκηπό της, μόλις ανάβουν τα φώτα της σκηνής γίνεται μια άλλη. Ταυτίζεται με τις νότες, αναπαριστά τις ιστορίες των τραγουδιών της και ζωντανεύει μια εποχή. Τα εφέ της είναι η ψυχή της. Με μια απαλή κίνηση του καρπού της σε μαγνητίζει. Σε καλεί σε ένα ταξίδι στο χρόνο. Σε μια φανταστική χώρα όπου οι άνθρωποι συνεννοούνται με στίχους, μοιράζονται τα ταλέντα τους και αγγίζει ο ένας το πεπρωμένο του άλλου.
Με τη Λάρισα η Μαρινέλλα συνδέεται στενά, αφού από τα πρώτα της βήματα το κοινό την αγκάλιασε.Πρώτη φορά ήρθε το 1958. Σε μια ιστορική βραδιά στην “Όαση”, όπου τραγούδησε πλάι στον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Θεόδωρο Δερβενιώτη. Οκτώ χρόνια αργότερα η επιτυχία επαναλήφθηκε. Το 1964 εμφανίστηκε στο “Αλκαζάρ” και ο κόσμος την αποθέωσε και πάλι, πλάι στον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά και την Καίτη Γκρέυ και τον Χρήστο Νικολόπουλο. Το 2004 παρουσίασε το πρόγραμμά της “Άμμος Ήτανε” σ' ένα ενθουσιώδες κοινό στο Αλκαζάρ. Το ραντεβού τους ανανεώθηκε και το 2013 στο “Κηποθέατρο Αλκαζάρ” παρέσυρε τους θαυμαστές της στο ρυθμό του “Ρεσιτάλ” μαζί με τον Κώστα Χατζή. “Αγαπώ τη Λάρισα. Έχω έρθει και πάλι θα ξανάρθω όποτε μου δωθεί η ευκαιρία γιατί αυτήν την πόλη την έχω στην καρδιά μου”, δηλώνει σε κάθε ευκαιρία για την πρωτεύουσα του Θεσσαλικού κάμπου.
Η μοίρα
Η οικογένειά της ήρθε από την Κωνσταντινούπολη και ο πατέρας της, Γιώργος Παπαδόπουλος, είχε φούρνο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η μικρή Κυριακή -αυτό είναι το όνομά της - ήταν το τέταρτο και μικρότερο παιδί τους. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της έστηνε παραστάσεις στο δωμάτιό της και στη γειτονιά, κάμπτοντας με το ταλέντο της τις όποιες επιφυλάξεις των γονιών της. Η αλήθεια είναι πως αρκετές ήταν οι φορές που οι γονείς της δεν ήξεραν τι να κάνουν αφού όλη την ώρα τραγουδούσε. Κυρίως τραγούδια της Σοφίας Βέμπο. Ήταν η αδυναμία της.
Τότε άρχισαν όλα. Γρήγορα τράβηξε το ενδιαφέρον του συνθέτη Τόλη Χαρμαντά που την πήρε στο συγκρότημά του για να πει κάποια τραγούδια στο “Πανόραμα” όπου εμφανιζόταν στην περιοχή της Νέας Ελβετίας πίσω από το γήπεδο του Άρη. Ωστόσο η υποκριτική φάνηκε προς στιγμή να την κερδίζει. Από τις αρχές του 1957, σε ηλικία 19 ετών, εμφανιζόταν στο θέατρο Χατζώκου στο Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης. Για εφτά μήνες έπαιζε όλους τους ρόλους. Το Μάιο του ίδιου χρόνου σε μια περιοδεία στη Χαλκίδα αρρώστησε η τραγουδίστρια της παράστασης. Η επικεφαλής του θιάσου, η Μαίρη Λωράνς, της πρότεινε να πει δύο τραγούδια. Κέρδισε όλο το χειροκρότημα. Αυτό ήταν. Από εκείνη τη στιγμή στράφηκε στο τραγούδι. Ως “Μαρινέλλα” πλέον – όπως τη “βάπτισε” ο Τόλης Χαρμαντάς εμπνευσμένος από το ομώνυμο τραγούδι του.
Οι έρωτες
Ένα βράδυ του Ιουλίου του 1957 ο Στέλιος Καζαντζίδης επισκέφτηκε το κέντρο για να ακούσει το φίλο του μπουζουξή Στέλιο Ζαφειρίου. Η Μαρινέλλα είπε ένα τραγούδι του, το “Πιο πικρό ψωμί”. Εκείνος χαμογέλασε. Ότι ακολούθησε είναι ιστορία. Για μια οκταετία πρωταγωνιστούσαν παντού. Από το “Λουξεμβούργο”, το παραθαλάσσιο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μέχρι το “Κάρνεγκι Χολ” της Νέας Υόρκης. Τραγούδησαν σε δίσκους των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκου, Λεοντή, Μαρκόπουλου, Κατσαρού, Λοΐζου. Έδεσαν οι φωνές τους και οι καρδιές τους. Παντρεύτηκαν στις 7 Μαΐου του 1964 με κουμπάρους την Πόλυ Πάνου και τον Στέλιο Πελαγίδη. Χώρισαν όμως 13 μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1965.
Ο χωρισμός της στοίχισε. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Η Μαρινέλλα δεν είναι τέτοιος τύπος. Της άρεσαν οι ωραιότεροι, αλλά δεν υποτάχτηκε ποτέ. Και έχουν δίκιο όσοι λένε ότι το ταλέντο χωρίς την προσωπικότητα χάνεται. Αλλά η Μαρινέλλα έχει σε μεγάλες δόσεις και τα δύο. Σε μια ανδροκρατούμενη εποχή θέλησε να περάσει το δικό της νόμο ρισκάροντας τα πάντα. Κέρδισε την εκτίμηση του Βασίλη Τσιτσάνη, χάρηκε τη φιλία του Μανώλη Χιώτη, απέσπασε το θαυμασμό του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη. Ενώ ήταν στο απώγειο της καριέρας της με δεκάδες δίσκους, εμφανίσεις, συναυλίες, περιοδείες και ταινίες, το 1973 αναστάτωσε τη συντηρητική ελληνική κοινωνία όταν έγινε ανύπαντρη μητέρα φέρνοντας στον κόσμο το μοναχοπαίδι της, τη Τζωρτίνα. Τον καρπό του έρωτά της με τον πρωταθλητή ιππασίας Φρέντυ Σερπιέρη με τον οποίο κράτησε μυστική τη σχέση της για αρκετό καιρό. Και σαν να μην έφτανε αυτό στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου παντρεύτηκε τον Τόλη Βοσκόπουλο. Σε ένα γάμο που διήρκησε μέχρι το '81. Και συζητήθηκε πολύ.
Η καριέρα
Καλλιτεχνικά επέβαλε το δικό της στυλ από πολύ νωρίς. Γρήγορα άφησε πίσω της το μελαχρινό κορίτσι που τραγουδούσε ντροπαλά καθιστή και αναβαπτίστηκε στις θεατρικές καταβολές της. Πέταξε τις καρέκλες, έβαλε προβολείς, ντύθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της υψηλής ραπτικής, αξιοποίησε τη γλώσσα του σώματος, της κίνησης και του ρυθμού, αντικατέστησε το σπάσιμο των πιάτων με τις γαρδένιες, πρόσθεσε χρώμα, χορό και ζωντάνια. Σε όσους έσπευδαν να τη χαρακτηρίσουν σόου-γούμαν τους αντιπρότεινε την επιθυμία της να είναι μια τραγουδίστρια “οπτικοακουστική”. Η “μουσική παράσταση” απέκτησε νόημα μαζί της. Κάθε φορά συνεργάζεται με τους καλύτερους σκηνοθέτες, μαέστρους, μουσικούς, συνθέτες, στιχουργούς. Αποθεώθηκε στο Ηρώδειο, στο Μέγαρο Μουσικής, στο Καλλιμάρμαρο. Άφησε εποχή με την παράσταση “Γυναικών Πάθη”, με μελοποιημένα χορικά από τραγωδίες του Ευρυπίδη και υποδέχτηκε τη νέα χιλιετία πρωταγωνιστώντας στην τηλεοπτική σειρά “Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες”. Μετά από 57 χρόνια καριέρας είναι ακόμα εργασιομανής, τελειομανής και απλή στην καθημερινότητά της. Όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Μέσα από τη συνεχή θητεία της στο τραγούδι έχει το μοναδικό προνόμιο να γεφυρώνει περιόδους και τάσεις, μακριά από μόδες και πέρα από τις ταμπέλες του λαϊκού, του έντεχνου και του ελαφρού τραγουδιού. Επιβεβαιώνοντας έτσι το ρόλο της ως κλασική ερμηνεύτρια στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Βέβαια δεν σταμάτησε να τολμά. Κοινό και κριτικοί την απόλαυσαν ως πρωταγωνίστρια στη σειρά “Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες”, την τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος του Γιάννη Ξανθούλη από τον Κώστα Κουτσομύτη.
*Ευχαριστούμε θερμά τον Φρέντυ Πυτιλάκη για την προσφορά των φωτογραφιών από το προσωπικό του αρχείο, καθώς και τον Σπύρο Τσαντόπουλο.