Η παρουσία του στη θεσσαλική πρωτεύουσα συνέπεσε με τη μεγάλη πλημμύρα που έπληξε την πόλη εξ αιτίας των καιρικών συνθηκών, της μεγάλης βροχόπτωσης αλλά κυρίως εξαιτίας της υπερχείλισης του ποταμού Πηνειού. Ας αφήσουμε όμως τον συγγραφέα να περιγράψει τα γεγονότα όπως ακριβώς δημοσιεύθηκαν πέντε χρόνια αργότερα (1901),στο φιλολογικό περιοδικό «Παναθήναια» του Κίμωνα Μιχαηλίδη [1]. Σε αγκύλες τίθενται επεξηγηματικές σημειώσεις.
«Ο Θεσσαλικός Πηνειός είναι εκ των ωραιοτέρων ποταμών και αντάξιος της ωραίας Θεσσαλίας, ής[=της οποίας] πάντα τα ύδατα επιμελώς συλλέγει και διά των μαγευτικών Τεμπών φέρει προς το Αιγαίον πέλαγος. Η ωραιότης αυτού προσείλκυσε τον Θεόν της χάριτος και του κάλλους Απόλλωνα, όστις την κοιλάδα αυτού κατά προτίμησιν εξέλεγε ως σύνηθες ενδιαίτημά [=κατοικία] του. Εκεί δε την χαρίεσσαν [=χαριτωμένη] θυγατέρα του Πηνειού ηράσθη [=ερωτεύθηκε] ο Απόλλων, και τόσον μάλιστα μανιωδώς, ώστε ο φιλόστοργος πατήρ διά να την σώση εκ της καταδιώξεως ηναγκάσθη να την μεταμορφώση εις δάφνην (…). Ο ήσυχος ούτος ποταμός όστις κατά το θέρος καθίσταται ευκόλως βατός, εν ώρα χειμώνος αποβαίνει τρομερός ένεκα των πλημμυρών του. Εκ πλείστων σημείων των οχθών του υπερεκχειλίζει και πλημμυρίζει διαφόρους εκτάσεις άς [=τας οποίας] γονιμοποιεί διά της αποθέσεως της ιλύος [=λάσπης], ήν τα βορβορώδη του ύδατα μεταφέρουσι εκ πάντων των θεσσαλικών ορέων.
Είναι δε λίαν περίεργον ότι ο Πηνειός παρά το χωρίον Μπάκραινα [=Γυρτώνη] υπερεκχειλίζει και χύνει τα ύδατά του εις την γνωστήν λίμνην Κάρλα, ούτω δε ελλατούμενος κατά τον όγκον των υδάτων του, δύναται ακωλύτως να διέλθη διά της στενής, παρά την καταστραφείσαν γέφυραν Βερνεζίου [2], κοίτης του πλάτους μόλις 16 μέτρων.Πρώτην φοράν είδον πλημμύρα κατά την νύκτα της 15 – 16 Δεκεμβρίου 1896, ότε ευρισκόμην εις Λάρισαν. Ο καιρός κατά την εποχήν εκείνην ήτο εκτάκτως βροχερός και πολλοί ποταμοί εγκατέλειψαν την κοίτην των και εχύθησαν εις τας πεδιάδας, φέροντες την καταστροφήν και τον θάνατον (…).
Περί τα μέσα Δεκεμβρίου τα ύδατα του Πηνειού έφθασαν εις ασύνηθες ύψος, παρατηρηθέν το πρώτον παρά τα Τρίκκαλα, επειδή δ’ είναι γνωστή η ανύψωσις ήτις επιφέρει την πλημμύραν, ηγγέλθη το γεγονός εις Λάρισαν, η πεδιάς της οποίας κυρίως απειλείται εκ των πλημμυρών του Πηνειού. Η ειδοποίησις αύτη είναι ευεργετική, διότι είναι το μόνον προγνωστικόν μέτρον και δίδει 24 ωρών προθεσμίαν εις τας αρχάς της Λαρίσης, όπως εάν δύνανται λάβωσι τα κατά της πλημμύρας κατάλληλα μέτρα. Διά πολλούς λόγους γνωστούς εις πάντας τους κατοικούντες την χώραν μας, η προειδοποίησις αύτη δεν ελλατώνει το παράπαν τας ζημίας άς η πλημμύρα επιφέρει.
Εν Λαρίση δεν υπάρχει τίποτε το δυνάμενον να προφυλάξη τους άνθρώπους και τας ιδιοκτησίας από του κινδύνου. Όταν δε παρουσιασθή ανάγκη τις, αμέσως λαμβάνοντα μέτρα «εκ των ενόντων» [=χωρίς προετοιμασία]. Το δε πάντων συνηθέστερον είναι να ζητηθή η συνδρομή της στρατιωτικής αρχής. Συνεπώς και κατά την περίστασιν της πλημμύρας του Πηνειού, εζητήθη βοήθεια από τον στρατόν, χωρίς ουδέ ο αιτήσας ταύτην Δήμαρχος [3] να έχη ακριβή ιδέαν του τρόπου καθ’ όν ο στρατός ηδύνατο να βοηθήση. Ίσως το αίσθημα της ευθύνης ήτις επεβάρυνεν αυτόν, η ενδόμυχος φωνή της εξεγειρομένης συνειδήσεως, να παρώτρυνον τον Δήμαρχον εις την αίτησίν του ταύτην. Ο Αρχηγός Θεσσαλίας ανέθεσε την διεύθυνσιν των κατά της πλημμύρας έργων εις τον στρατιωτικόν Μηχανικόν Λαρίσης, όστις δεν διέθετε προς τον σκοπόν τούτον ειμή [=παρά] την καλήνθέλησιν αυτού και του ολιγαρίθμου προσωπικού της Διευθύνσεως, μέσα άλλως τε πολύ ανίσχυρα ίνα ανακόψωσι την ορμήν της πλημύρας.
Η δεξιά όχθη του Πηνειού, επί της οποίας κείται και η Λάρισα, υπέρκειται κατά πολύ της αριστεράς (…). Η ανύψωσις αύτη της όχθης του ποταμού εξασφαλίζει την Λάρισαν από πάντα εκ πλημμύρας του Πηνειού κίνδυνον, μόνον δε πτωχικαί τινές οικίαι παρά τα «Ταμπάκικα» [=Αμπελόκηποι], απειλούνται εκ της ανυψώσεως των υδάτων. Δεν συμβαίνει όμως το αυτό και διά την αριστεράνόχθην και σπουδαίον διατρέχει εκάστοτε κίνδυνον η παρά την έξοδον της γεφύρας κειμένη συνοικία του «Πέρα μαχαλά» [=Άγιος Χαράλαμπος] και υπό βλαχικών οικογενειών οικουμένη».
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Νικίας Δέλτα, «Πλημμύρα Πηνειού», Παναθήναια (Αθήνα), τόμος 2, τεύχος 21 (15 Αυγούστου 1901), σελ. 336-340.
[2]. Η γέφυρα καταστράφηκε από τα ελληνικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 για να ανακοπεί η προέλαση των Τούρκων. Ερείπιά της, διακρίνονται ακόμα και σήμερα.
[3]. Δήμαρχος Λαρίσης τον Δεκέμβριο του 1896 ήταν ο Κωνσταντίνος Αναστασιάδης (1851-1899), ο οποίος είχε εκλεγεί στις αναπληρωματικές δημοτικές εκλογές που διενεργήθηκαν στις 14 Απριλίου 1896, μετά από τον ξαφνικό θάνατο του ιατρού και δημάρχου Αχιλλέα Λογιωτάτου (4 Φεβρουαρίου 1896).