Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο φύλλο το άρθρο δημοσιεύθηκε στις 5 Απριλίου 1966 (φ. 6611, σελ. 5), στην Αθηναϊκή εφημερίδα «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα (1919-1974),με τίτλο «Λάρισα: Η μεγάλη περιφρονημένη».
«Χρειάζεται επίσης να κατασκευασθή και το διαφημιζόμενο αντλιοστάσιο στην χαμηλή περιοχή της συνοικίας των Αμπελοκήπων, που κατακλύζεται τον χειμώνα απ’ τα νερά του Πηνειού, μεταβάλλοντας συχνά μία πολυάνθρωπη έκταση σε λιμναίο προϊστορικό οικισμό. (Ίσως για να υπενθυμίζεται στους αραιούς ξένους η …νεολιθική περίοδος της πόλεως). Ένα έργο που επείγει επίσης στη Λάρισα είναι και η κατασκευή μιας αερογεφύρας στην οδό Φαρσάλων στο μέρος που περνάει η σιδηροδρομική γραμμή. Το νευραλγικό αυτό σημείο της πόλεως γεμίζει από τροχοφόρα κάθε φορά που περνάει ένας συρμός ή κάνει «μανούβρες» και η κυκλοφορία διακόπτεται συχνά, ενώ οι κίνδυνοι των συγκρούσεων είναι πάντα μεγάλοι.
Αλλά και κολυμβητήριο δεν υπάρχει στη Λάρισα και ξένους θιάσους δεν μπορούν ν’ απολαύσουν οι κάτοικοί της, γιατί θέατρο δημοτικό – όπως ειπώθηκε – δεν υπάρχει (οι αίθουσες που νοικιάζονται προσφέρονται σε ψηλές τιμές και τους αποδιώχνουν) και δημοτικά σφαγεία λείπουν, ίσως γιατί κρίνεται ως επαρκές το …σφαγίασμα των βαλαντίων των δημοτών από τα παντοειδή «χαρατσώματα».
Εκτός από όλ’ αυτά η Λάρισα – ο μεγαλύτερος συγκοινωνιακός κόμβος της Ελλάδος – βρίσκεται σήμερα τελείως απομονωμένος απ’ τις βασικές εθνικές οδούς, όπως είναι αυτές των Αθηνών – Θεσσαλονίκης και των Τρικάλων – Ιωαννίνων. Δύο μεγάλοι παρακαμπτήριοι δρόμοι μερικών χιλιομέτρων θα συνέδεαν την ωραία πόλι με τα μεγάλα αστικά κέντρα, θα φέρναν κοντά της τον τουρίστα, τον μελετητή των άγνωστων αρχαιολογικών θησαυρών της, τον κουρασμένο αναζητητή μιας σπάνια ειδυλλιακής – στις εξοχές της – ομορφιάς. Το έργο υπάρχει και αυτό στα προγράμματα που – με τη σειρά τους – υπάρχουν – καλά ασφαλισμένα, χρόνια τώρα στα ελληνικά χρονοντούλαπα…
Είναι περισσότεροι από 250.000 οι κάτοικοι σήμερα του νομού Λαρίσης. Τα 2/3 του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της περιοχής ασχολούνται με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Κάθε χρόνο αυξάνει το ποσοστό μετακινήσεως και μεταναστεύσεως των ορεινών κυρίως πληθυσμών για εξεύρεσι καλυτέρων όρων ζωής. Τα τελευταία χρόνια το μεταναστευτικό ρεύμα των κατοίκων της περιοχής αυξήθηκε κατά 6%. Στο νομό Λαρίσης ένα 16% των κατοίκων είναι σήμερα αναλφάβητοι. Τα δημόσια σχολεία και οι αίθουσές τους είναι στην πλειοψηφία τους ακατάλληλα και δεν επαρκούν για τον αριθμό των μαθητών. Και εποπτικά μέσα, σχεδόν σε όλα τα σχολεία, δεν υπάρχουν.
Ανεργία και υποαπασχόλησι μαστίζουν ακόμα τους κατοίκους του νομού. Και οι λύσεις που προτείνονται για να εκλείψουν είναι – μεταξύ άλλων – η επέκταση των κλωστοϋφαντουργικών εργοστασίων, η ίδρυσι δεύτερου εργοστασίου ζαχάρεως και μεγάλης αλευροβιομηχανίας και η δημιουργία κρατικών τεχνικών και επαγγελματικών σχολών καθώς και Γεωπονικής Σχολής. Στο νομό σήμερα πάνω από 3.500 νοικοκυριά δεν στεγάζονται σε κανονικές, σε ανθρώπινες κατοικίες. Σε πολλά χωριά οι κάτοικοι δεν έχουν επαρκή ιατρική παρακολούθησι. Τα 41 αγροτικά ιατρεία και οι 3 υγειονομικοί σταθμοί δεν είναι επηνδρωμένοι με το απαραίτητο προσωπικό. Και δεν υπάρχει σ’ όλη την περιφέρεια ούτε ένα γηροκομείο.
Τέλος ο τουρισμός χωλαίνει σοβαρά στην περιοχή. Η εκτέλεσι των απαραιτήτων έργων οδοποιίας καθυστερεί. Και η τουριστική αξιοποίησι της περιοχής του Κισσάβου – μιας από τις λίγες φυσικές ομορφιές της Ελλάδος, άγνωστης εντελώς – παραμένει πάντα ένα όνειρο, σαν την ίδια, τη μαγευτική – πνιγμένη στις καστανιές – τοποθεσία. Ένα από τα λίγα ιστορικά αξιοθέατα της Λαρίσης (λίγα χιλιόμετρα μακρυά της) αλλά και της Ελλάδος ολόκληρης είναι το χωριό Αμπελάκια, στην είσοδο της γραφικής κοιλάδας των Τεμπών σ’ ένα ύψωμα – μπαλκόνι του θεσσαλικού κάμπου – στον κατάφυτο Κίσσαβο (…).
Σήμερα στα Αμπελάκια δεν ζουν παρά 800 περίπου κάτοικοι, κυρίως γέροι και παιδιά (οι νέοι έχουν φύγει), το χωριό είναι φτωχό, δεν έχει γιατρό – ούτε παππά – και το κράτος συζητεί ακόμα την παραχώρησι στους κατοίκους του της εκμεταλλεύσεως ενός γειτονικού λατομείου που θα τους ανακούφιζε οικονομικά. Το ιστορικό σπίτι του Σβάρς – ετοιμόρροπο – αγοράστηκε πρόσφατα για 200.000 δρχ. από το κράτος για να μετατραπή σε μουσείο λαϊκής τέχνης. Μια μεγάλη ελπίδα υπάρχει τώρα να ξαναγνωρίσουν τα ιστορικά Αμπελάκια– το παληό αυτό ελληνικό Λιχνεστάιν – την παληά τους – ίσως και μεγαλύτερη – αίγλη, να ξαναγίνουν ευρύτερα γνωστά και να τραβήξουν το ξένο σ’ ένα προσκύνημα της γνήσιας ελληνικής λαϊκής τέχνης. Η Υπηρεσία Περιφερειακής Αναπτύξεως Θεσσαλίας δεν κρύβει σήμερα την πεποίθησί της ότι θα επιτύχη απόλυτα. Αλλά δεν φθάνει η πεποίθησι…Θα πρέπει να βοηθηθή. Άμεσα και απλόχερα. Πρέπει να της ελευθερώση το κράτος τα χέρια – με οικονομική συνδρομή αμέριστη – για να πραγματοποιήση το θαύμα που υπόσχεται και που έχει τάξει σαν ωραίο σκοπό της. Και η Λάρισα και η Θεσσαλία ολόκληρη χρειάζονται σήμερα πραγματικά ένα θαύμα».