Όπως προαναφέρθηκε (9 Απριλίου 2023), η σύμβαση διάρκειας τριάντα (30) ετών, είχε ως σκοπό να καταστήσει το ειρημένο αγρόκτημα εκτάσεως 2.570 στρεμμάτων, πρότυπο και καινοτόμο του είδους του με την εφαρμογή σύγχρονων για την εποχή καλλιεργητικών μεθόδων [1].
Σύμφωνα με το άρθρο 14 της σύμβασης, εκτός από τα 150 στρέμματα που έπρεπε να παραχωρήσουν οι κληρονόμοι Παπαγεωργίου δωρεάν προς το Δημόσιο, η Γεωργική Υπηρεσία «θέλει εγκαταστήση απόφοιτον πρακτικού γεωργικού σχολείου διά την δημιουργίαν προτύπου κτήματος. Τα της προς τοιούτον δε σκοπόν διαθέσεως, τους νομικούς τύπους και τας υποχρεώσεις του, θέλει κανονίσει δι’ αποφάσεώς του ο Υπουργός της Γεωργίας μετά γνώμην του Γεωργικού Συμβουλίου». Οι ιδιοκτήτες έπρεπε να διαθέσουν μέσα στην επόμενη τριετία (1931-1934): α) τουλάχιστον 50 στρέμματα για την καλλιέργεια καλλωπιστικών και οπωροφόρων δένδρων, β) ένα φυτώριο εκτάσεως τουλάχιστον 10 στρεμμάτων με βελτιωμένες ποικιλίες εμβολιασμένων οπωροφόρων δένδρων (ντόπιας και ξένης προέλευσης) και γ) έναν πειραματικό αγρόν εκτάσεως 20 στρεμμάτων με ποικιλίες δημητριακών, οσπρίων και κτηνοτροφικών φυτών για την παραγωγή «μεγάλης κλίμακος εξευγενισμένων σπόρων» (άρθρο 15) [2].
Σύμφωνα με τις υποδείξεις της Γεωργικής υπηρεσίας, οι ιδιοκτήτες έπρεπε μέσα στην επόμενη διετία (1931-1933), να δημιουργήσουν έναν αμπελώνα εκτάσεως 20 στρεμμάτων με εξευγενισμένες ποικιλίες επιτραπέζιων σταφυλιών, κατάλληλων διά εξαγωγή στο εξωτερικό (άρθρο 16). Στις υποχρεώσεις των ιδιοκτητών συμπεριλαμβάνονταν και η κατασκευή ενός κτίσματος για την αποθήκευση κοπριάς και μίας δεξαμενής για τη συλλογή ούρων των ζώων που ήταν υποχρεωμένοι να εκτρέφουν (άρθρο 17).
Σύμφωνα με το άρθρο 18 της σύμβασης, οι ιδιοκτήτες έπρεπε να δημιουργήσουν έναν Σταθμό Επιβητόρων αρχικά με 5 κάπρους (αγριογούρουνα), μετά δε από παρέλευση τριετίας με 10 αντίστοιχους. Τα ανωτέρω ζώα «θα ληφθώσι εκ των δυναμένων να εγκλιματισθώσι εις την Θεσσαλίαν εκλεκτών καθαροαίμων γενεών». Ο Σταθμός θα συντηρούσε επίσης αρχικά 5 κριούς καθαρόαιμης ράτσας, που θα αυξάνονταν σταδιακά κάθε χρόνο. Οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι να αναθέσουν την τεχνική διεύθυνση και επίβλεψη του αγροκτήματος σε έναν απόφοιτο Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής (άρθρο 19). Σύμφωνα δε με το άρθρο 20, «πάντες οι προς σποράν αναγκαίοι σπόροι, ως και οι προς διάδοσιν παραγόμενοι εξευγενιμένοι εν τω κτήματι τοιούτοι, απαλλάσσονται της δι’ οιανδήποτε λόγον επιτάξεως».
Οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι να προβούν (με δικά τους έξοδα) στην εκτέλεση διάφορων αντιπλημμυρικών έργων για την απαλλαγή του κτήματος από τις πλημμύρες του Πηνειού (άρθρο 21). Τα έργα αυτά ήταν: α) η κατασκευή μίας τάφρου εκτάσεως 2.500 μέτρων που θα άρχιζε από την σιδηροδρομική γραμμή Λαρίσης - Θεσσαλονίκης (δίπλα από το κτήμα) και θα κατέληγε στη θέση «Καψαμός» του Πηνειού ποταμού και β) η κατασκευή ενός φράγματος στις όχθες του Πηνειού «ώστε τα ύδατα αυτού ογκούμενα να μην εισέρχονται εις τας νυν πλημμυριζομένας εκτάσεις του κτήματος». Για τον σκοπό αυτόν θα έπρεπε να υποβάλουν προς έγκριση στο Υπουργείο Γεωργίας (εντός του έτους), «πλήρες σχέδιον μελέτης των έργων» και να τα αποπερατώσουν μέσα στην επόμενη τριετία. Παράλληλα το αρμόδιο Υπουργείο σύστησε μία επιτροπή εξ ενός μηχανικού και ενός γεωπόνου (υπαλλήλων του υπουργείου), για την παρακολούθηση της εκτέλεσης των έργων και την τυχόν υπόδειξη επιπλέον συμπληρωματικών αντίστοιχων εάν αυτό απαιτείτο. Το Κράτος θα παρείχε στους ιδιοκτήτες πάσα δυνατή και «νόμιμον ευκολίαν», εάν αυτό ζητείτο από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Εκτός όμως από τα αντιπλημμυρικά έργα, οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι να κατασκευάσουν και αντίστοιχα αρδευτικά (άρθρο 22). Εντός της πρώτης τριετίας έπρεπε να κατασκευαστούν έργα ικανά για την συστηματική άρδευση τουλάχιστον 400 στρεμμάτων. Στην έκταση αυτή δεν συμπεριλαμβάνονταν εκείνες «των δενδρωδών και μονίμων καλλιεργειών». Στα υπόλοιπα άρθρα της σύμβασης (23-26), αναφέρονται οι ποινές (επιβολή προστίμων) για τυχόν παραβάσεις των ιδιοκτητών (υπενοικίαση αγροκτήματος σε τρίτους, μη τήρηση κανόνων υγιεινής κ.ά.). Μία φορά τον χρόνο μία εξαμελής επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου θα διενεργούσε τους ελέγχους και θα συνέτασσε τις σχετικές εκθέσεις.
Η Μπάκραινα απαλλοτριώθηκε τελικά το 1953 και οι κληρονόμοι διατήρησαν μόνον 40 στρέμματα. Το 1999 ως κληρονόμοι αναφέρονται οι: Στυλιανός, Μαρία και Γεώργιος Παπαγεωργίου καθώς και οι: Θέτις, Γεωργία και Κωνσταντίνος Βοϊβόδας. Την ίδια χρονιά (7 Ιουνίου) το επιβλητικό κονάκι του αγροκτήματος χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 1269/Β/18-6-1999).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Σύμβαση (5 Φεβρουαρίου 1931): «Διά την αυτοκαλλιέργειαν του αγροκτήματος «Μπάκραινα» (ΦΕΚ 35/Α/14-2-1931).
[2]. Οι ιδιοκτήτες θα μπορούσαν να πουλήσουν τους σπόρους στους ντόπιους και πρόσφυγες καλλιεργητές της περιφέρειας Λαρίσης σύμφωνα με τις ισχύουσες κρατικές τιμές.