Το 1915 διορίστηκε στη Λάρισα όπου δίδαξε Φιλολογία στο Γυμνάσιο της πόλης. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε ένα ταξίδι αναψυχής στην Κοιλάδα των Τεμπών, τις εντυπώσεις του οποίου κατέγραψε σε ένα κείμενο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο «Εθνικό Ημερολόγιο» του Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου [2]. Αποσπάσματα από αυτό το οδοιπορικό παραθέτουμε στη συνέχεια, διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου.
«Τα δυο βουνά, τα βουνά της κλεφτουργιάς καί των αρματωλικών, τα βουνά που μαλώνουν «το ποιο ’χει τους πει ο περίσσιους κλέφτες», τώνα χιονισμένο ακόμα και κάτασπρο, τάλλο δείχνοντας τη φαλακρή του κορφή — τύπος καραγγούνη, — ανοίγουν την είσοδό τους να δεχτούν το τραίνο, που για πρώτη βολά [= φορά] μ’ ωδηγούσε στον ιερόν αυτό τόπο, που γι’ αυτόν εδιάβασα φυλλομετρώντας το Στράβωνα, τον Αιλιανό, το Μελέτιο, συγγραφείς που ενθουσιαστικά — με θαυμασμό να πω — περιγράφουν το προνομιούχο αυτό μέρος, για την ωμορφιά του, για τις αμέτρητες, αφάνταχτες, εξωτικές καλλονές του, ή τον Mezier ή και τον Falmerayer, τον φανατικά αυτόν οχτρό του γένους μας, που περίλαμπρη, θαυμαστή και εκστατική κάμνει περιγραφή της εκλεχτής αυτής φύσεως, της μοναδικής στην Ελλάδα τουλάχιστο.
Αλήθεια την ώρα αυτή θαρρείς κι’ άνοιγε μπροστά μου η θεία αυλαία, που έκρυβε τους αμύθητους θησαυρούς της φύσεως, σκεπάζοντας αυτό το στενό που λέγεται Τέμπη! Δυο βράχοι αγκαλιαστοί άλλοτε, τώρα χωρισμένοι σε μικρή απόσταση, που μοιάζουν ερωτικό ζευγάρι π’ αφήκε το φίλημά του ατελείωτο από κάποιο τρόμο και έτοιμο να ξαναγκαλιαστή, να κολλήση τα χείλια του, ν’ αποτελειώση τη θεϊκή αυτή ιεροτελεστία, που το μέλι των χειλέων θαρρείς κ’ εστάλαξε να πιη η γης για να βλαστήση η μαγικιά βλάστηση, που σκύβει να καθρεφτισθή πυκνή στα θολά νερά του Πηνειού, κι’ ολοπράσινη κ’ εξωτική, ως ν’ αγκαλιάση θωπευτικά το δροσερό νάμα [= το νερό της πηγής] με τα κισσοπλεγμένα φυλλώματα της, η βλάστηση αυτή που ποτίζει την το ρέμα τόσο πλούσια.
Αγκομαχώντας στέκεται το τραίνο πριν διαβή της εισόδου αυτής το κατώφλιο, πριν μπη στον ιερόν αυτό τόπο, που με τόση τέχνη η φύση, σ’ ένα της τίναγμα τρομαχτικό, εσχεδίασε κ’ εδημιούργησε σαν τον πλέον εμπνευσμένο καλλιτέχνη, τον υπεροχώτερο ζωγράφο! Και μπαίνουμε! Απαλά — με σεβασμό να πω — το τραίνο τραβά αφίνοντας δεξιά το μικρό χωριουδάκι «Μπαμπά» με την άσπρη του εκκλησίτσα και το μισοπεσμένο τζαμί με τον ολόρθο μιναρέ του, που ενθυμίζει ποιος άλλοτε, σε δύστυχα χρόνια, κρατούσε τα κλειδιά του ιερού αυτού τόπου, που ήτανε και θάναι «των οφθαλμών πανήγυρις».
Ο Πηνειός, βαθύς και θολός, δείχνει τη σιλουέττα του μέσα απ’ τα βαθύσκιωτα φυλλώματα και τα πυκνά και γιγάντεια πλατάνια υπενθυμίζοντάς μου με το απαλό του ρέμα τον Αιλιανό, που τον βλέπει να τρέχη «δίκην ελαίου». Όσο και προχωρούμε, ισκιωμένος ποιο πολύ, κάπου λάμπει στην ανταύγεια του ήλιου που υψώνεται τώρα από τη δεξιά του όχτη [= όχθη], πίσω από τις πλαγιές του Κίσσαβου, κάπου κρύβεται αφίνοντας μονάχα τον απαλό φλοίσβο της ροής του. Στην αριστερά του όχτη γλυστρά φυσομανώντας το τραίνο, σχεδόν έτοιμο να χυθή στο ρέμα, σαν φείδι ζωγραφίζοντας τους πειοώμορφους ελιγμούς. Πλατάνια γέρικα, πλατάνια νέα, βαθύσκιωτα και πυκνόφυλλα, απλώνουν τα δασά [= πυκνά] μπράτσα των. Ιτιές ριζωμένες στις όχτες συμπληρώνουν το πύκνωμα και πλημμυρεί στου θεατή το μάτι το πράσινο ...
Η φτέρη κυματίζει στ’ αλαφρό φύσημα του αγέρα, κι’ αλλάζει το χρώμα της στου ήλιου τα χαϊδέματα και θερμασμένη αγωνίζεται να υψώση το μπόι της ισάξια στη γύρω βλάστησι. Τρέχει το τραίνο και η αντίπερα όχτη, φεύγοντας προς τα πίσω, αφίνει από τα πυκνά φυλλώματα να ξετυλίγεται κάπου-κάπου ο στενός δρόμος ανάμεσα στην απότομη των βράχων κοπή και του ποταμού την όχτη. Είνε απερίγραπτη η θέα, αφάνταστη η ωμορφιά! Στον παληό καιρό δεν εσκίαζε τον ιερό αυτό δρόμο ο μαύρος καπνός του τραίνου, δεν τρόμαζε τα ξένοιαστα πουλιά η σφυρίχτρα της μηχανής και μονάχα η πολυκοσμία και ο θόρυβος αυτών, που έτρεχαν να προσκυνήσουν και ν’ απολαύσουν μιαν ώρα παραδείσια, έδιδε στο μυστηριώδη τόπο όψι της πανηγύρεως, των αγώνων, των μαντείων. Σήμερα βογγομαχά το τραίνο και θλίβει τον επισκέπτη η ερημιά, που την θολώνει το κόασμα των βατράχων και την ωμορφαίνει του αηδονιού το τραγούδι».
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου, «Αυτοβιογραφικό σημείωμα», Θρακικά Χρονικά, τόμος 7, τεύχος 27 (Καλοκαίρι 1967), σ. 122-123.
[2]. Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου, «Μια ματιά στα Τέμπη», Εθνικόν Ημερολόγιον (Αθήνα), τ. 31 (1916), σ. 124-127.