Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναγορεύθηκε τον Οκτώβριο του 1880 σε διδάκτορα των Νομικών Επιστημών «μετά πολλών επαίνων» [1]. Μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881), αιτήθηκε τον διορισμό του στα δικαστήρια της Λάρισας. Η αίτησή του έγινε αποδεκτή και στις 4 Δεκεμβρίου 1881 διορίσθηκε δικηγόρος «παρ’ άπασι τοις εν Λαρίσση δικαστηρίοις» (ΦΕΚ 37/Α/20-5-1882). Ο διορισμός του επικυρώθηκε με Νόμο στις 29 Μαρτίου 1882 (ΦΕΚ 89/Α/29-8-1882). Στις αρχές του 1883 διορίσθηκε δεύτερος πάρεδρος στο Ειρηνοδικείο της πόλης, αλλά στις 14 Σεπτεμβρίου 1883 απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του και στη θέση του διορίσθηκε ο Ιωάννης Φίλιος (ΦΕΚ 372/Α/16-9-1883). Λίγα χρόνια αργότερα (29 Σεπτεμβρίου 1889) θα διοριζόταν ως πάρεδρος στο Πρωτοδικείο της Λάρισας στη θέση του δικηγόρου Αλέξανδρου Φουρτούνα (ΦΕΚ 293/Α/1-12-1889).
Ο Αθανάσιος Μανδαλόπουλος ασχολήθηκε κυρίως με υποθέσεις που αφορούσαν καταπατήσεις κοινοτικών ή δημοτικών γαιών και για τον λόγο αυτόν «απέκτησε» πολλούς «εχθρούς». Στους τελευταίους εντάσσονταν αυτοί που παραβίασαν την κατοικία του στη Λάρισα και τη λεηλάτησαν (Απρίλιος 1884), προξενώντας ζημιές που ανέρχονταν στο ποσό των 100 χρυσών τουρκικών λιρών [2]. Μεταξύ των ετών 1887 και 1893, διετέλεσε πληρεξούσιος δικηγόρος (μαζί με άλλους έγκριτους συναδέλφους του από την Αγυιά και τη Λάρισα) [3], της κοινότητας Ρέτσιανης (Μεταξοχώρι). Πολλοί κάτοικοι (τα ονόματα των οποίων εμφανίζονται στα πρακτικά των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Δωτίου), έχοντας εκμεταλλευτεί την ανώμαλη κατάσταση που επικράτησε μετά από το τέλος της Επανάστασης του 1878, «καταπάτησαν» κοινοτικές γαίες, τις οποίες, μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881), τις παρουσίασαν ως ανήκουσες δήθεν στην πλήρη κυριότητά τους. Η κοινότητα θέλοντας να διαφυλάξει την περιουσία της, ανέθεσε στους προαναφερθέντες, όπως διεκδικήσουν «των υπ’ αυτών καταληφθεισών και εκχωρηθεισών κοινοτικών γαιών» [4]. Την ίδια περίοδο διετέλεσε επίσης και πληρεξούσιος δικηγόρος πολλών κοινοτήτων της Λάρισας και του Βόλου για παρόμοιες υποθέσεις καταπατήσεων. Σε όλες τις γνωστές σε εμάς περιπτώσεις, οι γαίες που καταπατήθηκαν αποδόθηκαν στο σύνολό τους στις κοινότητες.
Το 1891 εκλέχθηκε επαρχιακός σύμβουλος της επαρχίας Λαρίσης (Δήμος Νέσσωνος) [5], ενώ μετά από την προσωρινή τουρκική κατοχή της Θεσσαλίας (1898) διορίσθηκε από τον νομάρχη της Λάρισας, ως πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης (υπηρεσιακός δήμαρχος μέχρι την επάνοδο του νόμιμα εκλεγέντα δημάρχου Κωνσταντίνου Αναστασιάδη, διορίσθηκε ο Βασίλειος Σηλυβρίδης). Κατά τη διάρκεια της θητείας του διετέλεσε μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Πανθεσσαλικού Συνεδρίου που διεξήχθη στο Διδασκαλείο της Λάρισας τον Σεπτέμβριο του 1898, ενώ στην εναρκτήρια ομιλία του αναφέρθηκε στο ζήτημα της νομικής και ηθικής ευθύνης της Πολιτείας προς αποζημίωση των Θεσσαλών μετά το τέλος του πολέμου και της κατοχής (1897-1898) [6].
Τον Οκτώβριο του 1898 πρωτοστάτησε με άλλους Λαρισαίους (Σηλυβρίδης, Πολύχρονος, Μιχαηλίδης, Σαρμουσάκης, Κουτσίνας, Χατζόπουλος, Μαρκατάς, Νταμπασούλης κ.ά.) κατά της μεγάλης καθυστέρησης διανομής του δανείου των 8.000.000 δρχ., που είχε υποσχεθεί η τότε Κυβέρνηση στους δεινοπαθήσαντες Θεσσαλούς κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής [7]. Στις βουλευτικές εκλογές του 1902 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής Λαρίσης συγκεντρώνοντας 1.593 από τους συνολικά 6.462 ψήφους [8].
Ο Αθανάσιος Μανδαλόπουλος επένδυσε τα χρήματα που κέρδισε από την άσκηση της δικηγορίας σε ακίνητα σε διάφορες συνοικίες της Λάρισας. Το 1892 αγόρασε από τον δημοτικό κλητήρα Δημήτριο Ν. Παπαδόπουλο μία έπαυλη στη συνοικία Ομέρ Βέη (πριν από το 1881 ανήκε στον Μεχμέτ εφένδη Σααδή Αχμέτ), ενώ το 1893 αγόρασε από τον παντοπώλη Αναστάσιο Αποστολίδη ένα οικόπεδο εκτάσεως 332 τ.μ. (στο οποίο υπήρχε οικία) στη συνοικία Καζγανή Ατίκ (πλησίον της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου) και από τον Βολιώτη έμπορο Ιωάννη Ζάχο ένα οικόπεδο τριών στρεμμάτων στον Πέρα Μαχαλά (Άγιος Χαράλαμπος), εντός του οποίου υπήρχαν δέντρα και ένα καφενείο [9]. Ως ενοικιαστές μίας άλλης κατοικίας που ανήκε στην πλήρη κυριότητά του στη συνοικία Καζγανή Ατίκ, αναφέρονται ο δικηγόρος Λεωνίδας Αναγνώστου και ο παντοπώλης Δημήτριος Δαρδούφας [10].
Ο Αθανάσιος Μανδαλόπουλος άσκησε τη δικηγορία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Το 1935 δεν αναφέρεται μεταξύ των 72 μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Λαρίσης [11]. Είναι άγνωστο το πότε απεβίωσε. Από τον γάμο του με την Μαρία Μανδαλοπούλου είναι γνωστός μόνον ο γιος του Δημήτριος (Τάκης). Το 1908 ήταν πρωτοετής φοιτητής στη Νομική Σχολή Αθηνών [12].
Ο Αθανάσιος Μανδαλόπουλος υπήρξε λάτρης των ταξιδιών και των περιηγήσεων. Είχε την τύχη (λόγω του επαγγέλματός του) να επισκεφθεί πολλές φορές όλα σχεδόν τα χωριά του Κισσάβου, του Ολύμπου και του Πηλίου. Κατέγραφε τις εντυπώσεις του, τις οποίες απέστελλε προς δημοσίευση σε εφημερίδες της Λάρισας και των Αθηνών, καθώς και σε φιλολογικά περιοδικά της εποχής, είτε με τα αρχικά του ονόματός του (Α.Μ.), είτε με αστερίκους (***). Οι εκδότες των εφημερίδων που δημοσιεύθηκαν τα κείμενα πληροφορούσαν βέβαια τους αναγνώστες τους για το πλήρες όνομα του συντάκτη τους, αποσπώντας θετικά σχόλια για τη συγγραφική του δεινότητα. Δύο από αυτά τα κείμενα που αφορούν την Αγυιά, το Αϊδενλή (ή Τουρκοχώρι, σημ. Νερόμυλοι), τη Ρέτσιανη (σημ. Μεταξοχώρι) και τη Ραψάνη θα παρουσιάσουμε στο φύλλο της προσεχούς Κυριακής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ώρα (Αθήνα), φ. 351 (25 Οκτωβρίου 1880).
[2]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 252 (3 Μαΐου 1884)
[3]. Δημήτριος Κωνσταντάς, Δημήτριος Ποταμιάνος, Γεώργιος Γκανίλας (Αγυιά) και Γεώργιος Τέτσης, Γεώργιος Ροδόπουλος, Νικόλαος Καραστεργίου, Ανδρέας Πεταλάς (Λάρισα).
[4]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Τοπικό Αρχείο Αγυιάς (ΓΑΚ/ΤΑΑ), Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Δωτίου (ΠΔΣΔΔ), φκ. 002, 27 Μαρτίου 1892.
[5]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 108 (9 Νοεμβρίου 1891).
[6]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 25 (27 Σεπτεμβρίου 1898) και Σκριπ (Αθήνα), 26 Σεπτεμβρίου 1898.
[7]. Όλυμπος (Λ), φ. 29 (24.4.1898).
[8]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 657 (24 Νοεμβρίου 1902).
[9]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, αρ. 12823/1892, Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 040, αρ. 14518 (9 Φεβρουαρίου 1893) και φκ. 042, αρ. 15044 (28 Ιουνίου 1893).
[10]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 067, αρ. 24270 (9 Φεβρουαρίου 1900).
[11]. Αριστείδης Χρ. Παπαχατζόπουλος, Συμβολή στην ιστοριογραφία του Δικηγορικού Συλλόγου Λαρίσης. Τόμος Α’ (1881-1940). Λάρισα: ΔΣΛ, σελ. 279.
[12]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 965 (2 Νοεμβρίου 1908).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου