Η παρουσία της οικογένειας μας είναι γνωστή από τον γάμο του προαναφερθέντος με την Εσθήρ, θυγατέρα του Σαμουήλ Μισραχή την 18η Shevat 5616 [= 25 Φεβρουαρίου 1856]. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στη συναγωγή της Λάρισας από τον τότε αρχιραββίνο της πόλης Μοσέ Νισίμ [1]. Η Εσθήρ έλαβε ως προίκα 18.000 γρόσια σε μετρητά, είδη ενδύσεως και οικιακά σκεύη. Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881), υπήρξαν ιδιαίτερα δημιουργικά για τον Δανιήλ Αλχανάτ. Απέκτησε αρκετά ακίνητα στον πολεοδομικό ιστό της Λάρισας: κατοικίες, κλιβάνους (φούρνους) και εργαστήρια (καταστήματα). Υπήρξαν όμως και άτυχες στιγμές αφού έχασε αρκετά χρήματα από επισφαλείς επενδύσεις σε επιχειρήσεις Οθωμανών κτηματιών, που μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, εγκατέλειψαν την πόλη, αφήνοντας υπέρογκα χρέη τα οποία δεν εισπράχθηκαν ποτέ.
Όλες οι πληροφορίες που διαθέτουμε για αυτόν και την οικογένειά του αφορούν την περίοδο μέχρι το 1900. Πρώτο του μέλημα μετά από την απελευθέρωση της Λάρισας, ήταν να «αποζημιώσει» τη σύζυγό του Εσθήρ, επειδή «ηλαττώθη η περιουσία της» (προίκα) κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Για τον σκοπό αυτόν, το 1887 ο Δανιήλ Αλχανάτ μεταβίβασε στην πλήρη κυριότητά της έναν νεόδμητο φούρνο μετά της συνεχιζόμενης οικίας και των παραρτημάτων της που βρισκόταν στη συνοικία Εμινλέρ (περιοχή Αγίου Αθανασίου). Ο φούρνος συνόρευε με την Ισραηλιτική Σχολή και μία άλλη οικία του Αλχανάτ, στην οποία παλαιότερα διέμενε (ως ενοικιαστής) ο φαρμακοποιός Μωϋσής (Μοσέ) Ματαλών [2]. Παράλληλα της μεταβίβασε κινητές αξίες (έπιπλα, χρυσαφικά και είδη οικιακής χρήσεως) [3].
Μετά από την απελευθέρωση της Λάρισας (δεν γνωρίζουμε το ακριβές έτος), ο Δανιήλ Αλχανάτ ενοικίασε το τσιφλίκι του Μπαϊρακλή (σημ. Βαμβακού) των Φαρσάλων. Το τσιφλίκι ανήκε στην κυριότητα των αδελφών Νάσου και Δημητρίου Θεοδώρου Παπαθανασίου. Μετά από την ενοικίαση, προσέλαβε τους γεωργούς Αναγνώστη Σταμούλη και Βασίλειο Κουτσογιαννόπουλο (από τη Βαμβακού) για να καλλιεργήσουν τα κτήματα (τσιφτσίδες), αμοιβόμενοι με το ήμισυ της παραγωγής (50%). Είναι γνωστό ότι το 1889 ο Δανιήλ Αλχανάτ προπώλησε το δικό του μερίδιο (το ήμισυ της παραγωγής σίτου και κριθής) στον αργυραμοιβό Αβραάμ Ζουβή από τη Λάρισα αντί 2.000 δρχ. Στο συμφωνητικό που υπογράφηκε, ο Ζουβής δεν θα πλήρωνε ενοίκιο στις αποθήκες σιταριού και θα διέμενε στο κονάκι του Μπαϊρακλή για όσο διάστημα θα διαρκούσε η συλλογή της παραγωγής. Την επόμενη χρονιά (1890) προπώλησε το ήμισυ της παραγωγής (τη χρονιά εκείνη υπήρξαν καιρικά φαινόμενα που προκάλεσαν ζημιές στις καλλιέργειες) στον ίδιο αργυραμοιβό αντί 800 δρχ. [4].
Την ίδια περίοδο (1889-1890) ο Δανιήλ Αλχανάτ ενοικίασε: α) ένα εργαστήριο που ανήκε στην κυριότητά του στη συνοικία Σεραμπή (στα δυτικά της Λάρισας) στους Γεώργιο Κ. Τρικαλινό (παντοπώλη) και Σολομών Χαΐμ (λαχανοπώλη) [5], β) έναν κλίβανο (φούρνο) στη συνοικία Εμινλέρ στον αρτοποιό Νικόλαο Παπαχρόνη [6] και γ) έναν φούρνο στη συνοικία Σεραμπήστους αρτοποιούς Γεώργιο Αντωνίου Αραμπατζή και Νικόλαο Κότα Ζήση από τον Τύρναβο αντί ετησίου μισθώματος 300 δρχ. Η ενοικίαση προς τους τελευταίους ανανεώθηκε μέχρι το 1893 [7].
Ο Δανιήλ Αλχανάτ απέκτησε από τον γάμο του με την Εσθήρ Μισραχή τρία παιδιά: τον Αβραάμ, τον Σαμουήλ και τον Ιωσαφάτ. Ίσως όμως και να απέκτησε και άλλα για τα οποία λείπουν πληροφορίες.
Ο Αβραάμ Δανιήλ Αλχανάτ υπήρξε τραπεζίτης (αργυραμοιβός). Το 1892 ανήγειρε στη συνοικία Εβραίικα ένα εργαστήριο και μία οικία. Το εργαστήριο εκμισθώθηκε στον αργυραμοιβό Σολομών Χατζή με ετήσιο μίσθωμα 35 χρυσών λιρών Τουρκίας (741,84 δρχ.) ενώ η οικία, αρχικά στον Σιμόν Αβραάμ και αργότερα στον κιβωτοποιό Αβραάμ Ν. Κοέν με μηναίο μίσθωμα 34 δρχ. [8]. Το 1894 ενοικίασε την οικία που κληρονόμησε από τον πατέρα του στη συνοικία Εμινλέρ στον αμαξηλάτη Κωνσταντίνο Ι. Νακόπουλο [9]. Στο τραπεζικό του κατάστημα κατέφευγαν συνήθως οι έμποροι για να μεταβιβάσουν την αξία του χρέους που είχαν τρίτοι προς αυτούς. Ο Αβραάμ Αλχανάτ εξαγόραζε το χρέος στα 3/5 της αξίας του πληρώνοντας σε μετρητά, ενώ στη συνέχεια με εξωδικαστικούς μηχανισμούς ελάμβανε από τους οφειλέτες το σύνολο της αξίας με τους νόμιμους τόκους. Είναι γνωστή η περίπτωση του κτηματία Αθανάσιου Καψαλόπουλου που μεταβίβασε νομίμως το υπόλοιπο ποσό του χρέους που είχαν προς αυτόν οι ξενοδόχοι Χρήστος Βαμβακάς και Νικόλαος Τότσικας [10].
Ο Σαμουήλ Δανιήλ Αλχανάτ υπήρξε ράπτης ευρωπαϊκών ενδυμάτων (φραγκοράπτης). Το 1893 ο αδελφός του Αβραάμ προσέλαβε τον ράπτη Παρασκευά Χαραλαμπίδη αντί 227,10 δρχ. ώστε να του διδάξει τη ραπτική τέχνη σε διάστημα ενός έτους [11].
Ο Ιωσαφάτ Δανιήλ Αλχανάτ υπήρξε έμπορος ειδών οικιακής χρήσεως και ειδών παντοπωλείου. Τον συναντούμε το 1900 να έχει ενοικιάσει (με την εγγύηση του πατέρα του), το βακουφικό κατάστημα «το επί της μεγάλης οδού ανακτόρων παρά της γεφύρας Πηνειού κείμενον» αντί 300 δρχ. ετησίως. Το μισθωτήριο συμβόλαιο υπέγραψαν οι Χασάν βέης Σερέφ, Αβδέλ βέης Αλή και Εγκιούπ βέης Χατζή Μεμέτ ως έφοροι και διαχειριστές των βακουφικών κτημάτων Τουραχάν βέη, Ομέρ βέη και Χασάν βέη [12].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 025, αρ. 7027 (7 Δεκεμβρίου 1887).
[2]. Τον Ιούλιο του 1887 ο Μουσόν Ματαλών ενοικίασε το ανώγειο μίας άλλης μεγάλης έπαυλης του Δανιήλ Αλχανάτ που βρισκόταν στη συνοικία Σεραμπή (στα δυτικά της Λάρισας) αντί 35 δρχ. μηνιαίως. Βλ. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 023 [1887], αρ. 6289 (6 Ιουλίου 1887).
[3]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 025, αρ. 7027 (7 Δεκεμβρίου 1887).
[4]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 032, αρ. 8992 (23 Ιουνίου 1889) και φκ. 035, αρ. 10184 (19 Ιουνίου 1890).
[5]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 032, αρ. 8990 (23 Ιουνίου 1889)
[6]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 034, αρ. 9865 (21 Δεκεμβρίου 1889) και αρ. 9967 (15 Φεβρουαρίου 1890).
[7]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 035, αρ. 10197 (20 Ιουνίου 1890) και φκ. 040, αρ. 11911 (3 Οκτωβρίου 1891).
[8]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 044, αρ. 13309 (12 Οκτωβρίου 1892) και φκ. 050, αρ. 15518 (2 Νοεμβρίου 1894).
[9]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 048, αρ. 14948 (18 Μαΐου 1894).
[10]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 041, αρ. 12405 (20 Μαρτίου 1892).
[11]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 047, αρ. 14557 (15 Νοεμβρίου 1893).
[12]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 070, αρ. 25189 (28 Αυγούστου 1900).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου