Παρά το γεγονός ότι διασώζονται αρκετά συμβολαιογραφικά έγγραφα που μας «δείχνουν» την επιχειρηματική του πορεία, εν τούτοις δεν εντοπίσαμε κανένα αντίστοιχο, ή τουλάχιστον κάποιο δημοσίευμα του τοπικού Τύπου που να μας παρέχει πληροφόρηση για την προσωπική και οικογενειακή του ζωή. Το πιο πιθανό είναι ο ίδιος να κράτησε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας την οικογένειά του για ευνόητους λόγους.
Η επιχειρηματική του σταδιοδρομία ξεκίνησε πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881). Αργυραμοιβός (τραπεζίτης) στο επάγγελμα εξυπηρετούσε οικονομικά κατά κύριο λόγο τους πλούσιους Οθωμανούς κτηματίες, προαγοράζοντας συνήθως τις εσοδείες των σιτηρών τις οποίες μεταπουλούσε αργότερα σε τρίτους με σημαντικό κέρδος. Δάνεια, προεξοφλήσεις γραμματίων και αγορά συναλλάγματος, ήταν μεταξύ των λοιπών εργασιών που είχαν όλοι σχεδόν οι αργυραμοιβοί της εποχής. Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας θα δώσει νέα ώθηση στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, αφού στη Λάρισα θα εγκατασταθεί μία νέα γενιά επιστημόνων, επιχειρηματιών, εμπόρων και επαγγελματιών που προέρχονταν κυρίως από την παλαιά Ελλάδα, την Ήπειρο και την Μακεδονία.
Κύρια δραστηριότητα του Μορδοχάι Δαβίδ ήταν η χορήγηση δανείων σε ελεύθερους επαγγελματίες και εμπόρους με τους οποίους προέβαινε στη σύσταση μετοχικών εμπορικών εταιριών. Τον Αύγουστο του 1888 συνεταιρίσθηκε με τον έμπορο σισαμίου. [1] Αθανάσιο Ιωάννου Σαμουλαδά ιδρύοντας «εταιρεία αγοράς σισαμίου διά μεταπώλησιν προς κερδοσκοπείαν». [2] Ο Μορδοχάι Δαβίδ συμμετείχε με κεφάλαιο 2.000 δρχ., ενώ ο Σαμουλαδάς με την προσωπική του εργασία. Ως διαχειριστής της εταιρείας που είχε αρχική διάρκεια ενός έτους (μέχρι την 1η Μαΐου 1889), ορίστηκε ο Σαμουλαδάς. Σύμφωνα με τους όρους του καταστατικού αυτός «θα αγοράζη το σισάμιον και θα πωλή αυτό, αλλά πάντοτε εκάστη αγορά και πώλησις θα γίνηται μετά προηγουμένην έγκρισιν του Μορδοχάι Δαβίδ». Το αγοραζόμενο «σισάμιον» θα φυλασσόταν σε αποθήκες ιδιοκτησίας του Μορδαχάι Δαβίδ και ο τελευταίος θα εισέπραττε ενοίκιο εκ μέρους της εταιρείας. Τέλος ο Σαμουλαδάς θα επέστρεφε τμηματικά στον Δαβίδ, το δάνειο των 2.000 δρχ. καταβάλλοντας επί πλέον μηνιαίο τόκο 2%.
Τον Απρίλιο του 1889 ο Μορδοχάι Δαβίδ υπέγραψε από κοινού με τους υποδηματοποιούς Δημήτριο και Βάγιο Τζήμα ένα εργολαβικό συμβόλαιο, αντικείμενο του οποίου ήταν η εμπορία δερμάτων προβάτων. Οι δύο πρώτοι θα προπωλούσαν στον Δαβίδ τα δέρματα των «σφαζομένων αμνών», ο δε δεύτερος θα τα διέθετε στην αγορά κατά το δοκούν. Σύμφωνα με τη ρήτρα που αναφερόταν στο εργολαβικό, «εάν η ποσότης των δερμάτων δεν ήτο η κατάλληλος», τότε οι αδελφοί Τζήμα θα επέστρεφαν εντόκως τα ποσά που τους κατέβαλε ο Δαβίδ (με ετήσιο τόκο 30%). [3]
Τον Μάρτιο του 1892 σύστησε την Ομόρρυθμη Μετοχική Εμπορική Εταιρεία «Μορδοχάι Δαβίδ & Συντροφία» της οποίας ανέλαβε διευθυντής και διαχειριστής. Αντικείμενο της εταιρείας ήταν η αγοραπωλησία γεωργικών προϊόντων. Μέτοχοι ήταν διάφοροι κτηματίες και επιχειρηματίες της Λάρισας, μεταξύ των οποίων οι πιο γνωστοί ήταν ο Κωνσταντίνος Πατόφλας και ο Δημήτριος Ροδόπουλος. Οι δύο τελευταίοι συμμετείχαν στην εταιρεία με την παραχώρηση των νεόδμητων αποθηκών τους στην οδό Μακεδονίας (τότε Γεφύρας, σημερινή Βενιζέλου) για τη φύλαξη των εμπορευμάτων και των γεωργικών καρπών. Τα έσοδα από την εταιρεία ήταν τεράστια σε μεγέθη, αφού από μία μόνο συναλλαγή που μας είναι γνωστή, ο τζίρος ανήλθε στις 588 χρυσές λίρες Τουρκίας (13.218,24 δρχ.). Αγοραστής των 2.800 σταμπολίων σίτου («κοιλά» Κωνσταντινουπόλεως) που είχαν αγορασθεί από τον Δαβίδ και φυλάσσονταν στις αποθήκες των δύο προαναφερθέντων, πωλήθηκαν στον Ιταλό εμπορομεσίτη Γουλιέλμο Φόρτη από τον Βόλο. [4]
Μία άλλη δραστηριότητα των Μορδοχάι Δαβίδ ήταν οι υπενοικιάσεις ακινήτων, με μίσθωμα κατά τι μεγαλύτερο από το αρχικό συμφωνηθέν. Μας είναι γνωστή η περίπτωση της ενοικίασης (Μάρτιος 1888), μίας μεγάλης αποθήκης – εργαστηρίου κοντά στην γέφυρα του Πηνειού που ανήκε στην πλήρη κυριότητα του Οθωμανού κτηματία Σεχ Αχμέτ Κουλουσή. Ο Δαβίδ την υπενοικίασε στον έμπορο Ιωάννη Βαρδακώστα, ο οποίος με τη σειρά του την υπενοικίασε στον κατασκευαστή υαλοπινάκων Χαΐμ Κοέν και στον καπνοπώλη Σαμουήλ Αλχανάτ. [5] Κατά τον ίδιο τρόπο ενοικίασε τον Οκτώβριο του 1890 αντί ετησίου μισθώματος 10,5 χρυσών λιρών Τουρκίας ένα εργαστήριο στην ίδια περιοχή που ανήκε στον Οθωμανό κτηματία Ραΐφ Αβδουλάχ, το οποίο υπενοικίασε στη συνέχεια σε διάφορους επαγγελματίες. [6]
Ο Μορδοχάι Δαβίδ διέμενε στη συνοικία Ταμπάκικα. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια του Ιακώβ Σιμαντώφ ο οποίος διέμενε στην ίδια συνοικία. Ο τελευταίος ήταν νυμφευμένος με την Ραχήλ και είχε αποκτήσει τρία παιδιά: τον Δαβίδ, τον Νεσήμ και τον Πέρη. Μετά από τον θάνατό του Σιμαντώφ (1888), ο Δαβίδ ανέλαβε ως πληρεξούσιος τη διαχείριση των συναλλαγών της χήρας συζύγου του και των ανήλικων τέκνων της. Το 1892 η Ραχήλ Σιμαντώφ του μεταβίβασε τη μεγάλη κατοικία των έξι δωματίων που είχε στα Ταμπάκικα και αναχώρησε από τη Λάρισα. Ο Δαβίδ αφού την επισκεύασε την ενοικίασε τα επόμενα χρόνια στον καφεπώλη Ιωάννη Ζέρβα με ετήσιο μίσθωμα 360 δρχ. [7] Μία άλλη μικρότερη οικία στην ίδια συνοικία (Ταμπάκικα), εκμισθώθηκε από τον Δαβίδ στον καφεπώλη Αργύριο Κωνσταντίνου, αντί ετησίου μισθώματος 108 δρχ. [8]
Οι δραστηριότητες του Μορδαχάι Δαβίδ συνεχίστηκαν μέχρι την έναρξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Όλα τα εργαστήρια και οι αποθήκες του ιδίου και των συνεταίρων του λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Μετά από το τέλος της προσωρινής τουρκικής κατοχής (1898) δεν τον ξανασυναντούμε στη Λάρισα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Η παραγωγή σισαμίου (κοινώς σουσάμι) ήταν σχετικά μικρή σε μεγέθη τον 19ο αιώνα. Στην Ελλάδα του 1860 η παραγωγή σισαμίου ανερχόταν σε 48.899 οκάδες αξίας 39.119 δρχ., όταν η αντίστοιχη παραγωγή σίτου ανερχόταν σε 3.382.303 «κοιλά Κωνσταντινουπόλεως», αξίας 19.518.672 δρχ. Βλ. Ανώνυμος, «Γεωργικό Εισόδημα», Οικονομική Επιθεώρησις, έτος Γ’, φ. 27 (Μάιος 1875), σελ. 97-107. Ειδικώς σελ. 99. Ένα «κοιλό Κωνσταντινουπόλεως» ισοδυναμούσε με 24 οκάδες ή 30,720 κιλά.
[2]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 028, αρ. 7804 (18 Αυγούστου 1888).
[3]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 031, αρ. 8794 (7 Απριλίου 1889).
[4]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 041, αρ. 12444 (24 Μαρτίου 1892).
[5]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 026, αρ. 7386 (31 Μαρτίου 1888) και αρ. 7396 (5 Απριλίου 1888).
[6]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 036, αρ. 10685 (19 Οκτωβρίου 1890).
[7]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 043, αρ. 12898 (12 Αυγούστου 1892) και φ. 046, αρ. 14043 (8 Αυγούστου 1893).
[8]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 048, αρ. 14925 (4 Μαΐου 1894).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου