Γεννημένος στη Σαμαρίνα το 1879 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Λάρισα, αμέσως μετά από την απελευθέρωση της πόλης (1881). Τελείωσε το Ελληνικό σχολείο και το Γυμνάσιο της Λάρισας, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως βοηθός σε διάφορα καφενεία της πόλης. Μετά από την προσωρινή τουρκική κατοχή της Θεσσαλίας (1897-1898) αναφέρεται στην βιβλιογραφία και ο συγγενής του Θεόδωρος Κυπαρίσσης ο οποίος είχε συστήσει κρεοπωλείο στην αγορά της Λάρισας [1].
Ο Ιωάννης Κυπαρίσσης περί το 1902 (σε ηλικία 23 ετών) αποφάσισε να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις, ιδρύοντας ένα μεγάλο καφενείο στην οδό Πανός υπό την επωνυμία «Το Κέντρον των Εμπόρων». Το κατάστημα αυτό «κατέστη αληθώς κέντρον όλων διά την απαστράπτουσα εν αυτώ καθαριότητα, την προθυμίαν και περιποίησιν, ιδία διά τα ποτά και τον ευώδη καφέν του» [2]. Το κατάστημα το οποίο διέθετε 150 καθίσματα, λειτουργούσε επίσης και ως καφεκοπτείο όπου «επωλείτο καφές κεκομμένος πρωτίστης ποιότητος». Στους θαμώνες του καφενείου περιλαμβάνονταν ως επί το πλείστον έμποροι και επιχειρηματίες ενώ συγκέντρωνε επίσης ιατρούς, δικηγόρους και άλλους επιστήμονες.
Το 1907, μετά από πέντε χρόνια συνεχούς και επιτυχούς λειτουργίας ο Ιωάννης Κυπαρίσσης πραγματοποίησε ανακαίνιση του καφενείου του καθιστώντας το «τελείως αθηναϊκόν». Άλλαξε την επίπλωση και προμηθεύτηκε από την Αθήνα μία συσκευή η οποία διύλιζε το νερό προσφέροντάς το πεντακάθαρο και παγωμένο στους πελάτες του [3]. Ο Τύπος της εποχής τον χαρακτήριζε ως ανοιχτόκαρδο, ευγενικό, τίμιο και μποέμ. Δύο χρόνια αργότερα (1909) πραγματοποίησε μία δεύτερη ανακαίνιση και το καφενείο άρχισε εκ νέου να λειτουργεί από τις 23 Μαΐου 1909 [4]. Στο ανακαινισμένο πλέον καφενείο και καφεκοπτείο, πωλούνταν (σε τιμές χονδρικής και λιανικής), εκτός του «καφέ Μέκκας» και «σάκχαρις τετράγωνος και κρυσταλλιζέ Ρωσίας» καθώς και τσίπουρο Τυρνάβου και οίνοι Ραψάνης.
Την εποχή εκείνη όλα τα μεγάλα καφενεία και ζυθοπωλεία της Λάρισας λειτουργούσαν σε κεντρικές αρτηρίες της πόλης, κυρίως στις σημερινές οδούς Βενιζέλου, Κύπρου και Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1910 ο Ιωάννης Κυπαρίσσης αποφάσισε να μεταστεγάσει την επιχείρησή του σε ένα μεγαλύτερο χώρο. Για το σκοπό αυτό ενοικίασε το μεγάλο κατάστημα που βρισκόταν στο ισόγειο της τότε Λέσχης Ασλάνη (σημ. Στρατιωτική Λέσχη) επί της οδού Αλεξάνδρας (Κύπρου). Παράλληλα συνεταιρίσθηκε με τον καφεπώλη Βασίλειο Δούσιο ιδρύοντας Ομόρρυθμο Εμπορική Εταιρεία υπό την επωνυμία «Ιωάννης Δ. Κυπαρίσσης και Σία». Τα εγκαίνια του νέου καταστήματος (καφενείο και ζυθοπωλείο) υπό την επωνυμία «Νέον Κέντρον των Εμπόρων», πραγματοποιήθηκαν την Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 1910, παρουσία των αρχών της πόλης και πλήθους κόσμου. «Εκεί υπό την ευρωπαϊκήν επίπλωσιν, την άκρα καθαριότητα και την έκτακτον περιποίησιν, θα δίδη τα ραντεβού της, όλη η εμπορική και επιστημονική τάξις, αι δε λαϊκαί τιμαί του θα καταστήσουν το Κέντρον τούτο αληθές παλλαϊκόν εντευκτήριον. Ο κ. Κυπαρίσσης εκτός του καφφενείου προικίζει την Λάρισαν και με τελειότατον ηλεκτρικόν καφόμυλον εις τον οποίον όλα τα σπήτια της Λαρίσης θα κόβουν τον καφφέ τους» [5]. Το ζυθοπωλείο του Κυπαρίσση, όπως και άλλα επιλεγμένα καταστήματα της Λάρισας, διέθεταν στους πελάτες τους την φημισμένη μπύρα της εποχής «Κλωναρίδη» [6].
Στο ζυθοπωλείο του Ιωάννη Κυπαρίσση, δόθηκαν μετά από το 1910, δεκάδες χοροί συλλόγων, σωματείων και φιλανθρωπικών οργανώσεων. Ο πρώτος μεγάλος χορός που διοργανώθηκε (Φεβρουάριος 1910) και άφησε εποχή στα καλλιτεχνικά δρώμενα της Λάρισας, ήταν ο χορός του Σωματείου των Εμποροϋπαλλήλων (πρόεδρος: Φώτης Παππάς) στον οποίο παρευρέθηκαν οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της πόλης. Τα έσοδα του χορού διατέθηκαν εξ’ ολοκλήρου για την ίδρυση Νυκτερινής Λαϊκής Σχολής [7]. Ο Κυπαρίσσης διετέλεσε ιδρυτικό μέλος (1904) του Συνδέσμου Σαμαριναίων Λαρίσης «Ο Σωτήρ» (πρώτος πρόεδρος: Ιωάννης Παντοστόπουλος) και τα επόμενα χρόνια εκλεγόταν συνεχώς στο διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου [8].
Ο Ιωάννης Κυπαρίσσης νυμφεύθηκε τον Αύγουστο του 1912 την Αικατερίνη (Ρίνα), αδελφή των κτηματιών και τυρεμπόρων Ιωάννη και Γεωργίου (Τζώρτζη) Δημητρίου [9]. Την ίδια χρονιά αγόρασε και ένα μεγάλο οικόπεδο επί της οδού Κουμουνδούρου (αρ. 14) στο οποίο αργότερα (δεκαετία 1930) η χήρα σύζυγός του Ρίνα θα προχωρούσε στην ανέγερση μία διώροφης κατοικίας. Από τον γάμο του απέκτησε έναν γιο, τον Χρήστο (γεν. 1917), ο οποίος σπούδασε γιατρός και μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα όπου και νυμφεύθηκε την Μαρίκα Αναγνωστοπούλου. Από τον γάμο του απέκτησε δύο δίδυμες θυγατέρες, τη Νίνα και τη Λόλα. Στις αρχές του 1918 ο Ιωάννης Κυπαρίσσης προσβλήθηκε από φυματίωση. Μετά από προτροπή των ιατρών, μετέβη στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Σαμαρίνα για αποθεραπεία. Η κατάσταση της υγείας του όμως ήταν ήδη μη αναστρέψιμη. Απεβίωσε στις 23 Ιουλίου 1918 σε ηλικία 39 ετών. Ενταφιάστηκε στο Παλαιό Νεκροταφείο της Λάρισας.
Μετά από τον θάνατο του Κυπαρίσση (1918), το καφενείο ενοικιάσθηκε σε τρίτους (Τεκελιώτης και αδελφοί Πολύζου) και λειτούργησε υπό την επωνυμία «Εμπορικόν». Όπως αναφέρει ο Νικόλαος Παπαθεοδώρου «Ήταν ένα από τα τρία καφενεία που λειτούργησαν κατά τη γερμανοϊταλική κατοχή. Συνέχισε ως καφενείο και μεταπολεμικά για λίγα χρόνια, καθώς συγκέντρωνε πολλούς εργαζόμενους, αλλά ο ιδιοκτήτης τη δεκαετία του 1960 το ενοικίασε στο υποδηματοπωλείο «Στάνταρντ Αλιμπέρτη» [10].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. «Μόνον εις το κρεοπωλείον του Θεοδώρου Κυπαρίσση, ευρίσκονται κρέατα βόεια, πρόβια, αιγός, χοιρινά και εφετεινών αμνών νωπά και παχέα». Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 42/192 (15 Μαρτίου 1906).
[2]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 699 (14 Σεπτεμβρίου 1903).
[3]. Μικρά (Λάρισα), φ. 302 (23 Μαΐου 1907).
[4]. Μικρά (Λάρισα), φ. 401 (14 Μαΐου 1909).
[5]. Μικρά (Λάρισα), φ. 39/441 (18 Φεβρουαρίου 1910).
[6]. Η Ζυθοποιία και τα Παγοποιεία των αδελφών Μιλτιάδη και Ερρίκου Κλωναρίδη από την Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκαν στα Πατήσια (Αθήνα) στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1908 οι αδελφοί Κλωναρίδη ίδρυσαν στο Λονδίνο την εταιρεία «M. & H. Klonaridis Limited», η οποία εξαγόρασε όλες τις εγκαταστάσεις της στην Ελλάδα.
[7]. Μικρά (Λάρισα), φ. 40/442 (25 Φεβρουαρίου 1910).
[8]. Μικρά (Λάρισα), φ. 252 (8 Νοεμβρίου 1906) και Σάλπιγξ (Λάρισα). Φ. 863 (12 Νοεμβρίου 1906) και 969 (30 Νοεμβρίου 1908).
[9]. Μικρά (Λάρισα), φ. 45/551 (1 Σεπτεμβρίου 1912).
[10]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Η Λάρισα ήταν από παλιά η πόλη του καφέ», Ελευθερία (Λάρισα), 10 Απριλίου 2019.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου