Η απόφαση καθαίρεσης του Αμβροσίου από την Ιερά Σύνοδο προκάλεσε τριγμούς στο ποίμνιο της Εκκλησίας, αφού τα κίνητρα της απομάκρυνσής του ήταν περισσότερο πολιτικά παρά θρησκευτικά. «Ο Αμβρόσιος είχε διαπράξει το λάθος να αντιδρά και να μιλά κατά ανθρώπων και καταστάσεων που ήταν αντίθετοι προς τις αρχές και τις αξίες που είχε ο ίδιος» [1]. Για τον λαό της Λάρισας (και όχι μόνον) υπήρξε «επαναστάτης επίσκοπος, προικισμένος με χαρισματικές διανοητικές ικανότητες, προσηλωμένος στα προσωπικά του ιδανικά και αμετακίνητος στις επιδιώξεις του» [2]. Μετά από την καθαίρεσή του η διοίκηση της Επισκοπής ανατέθηκε σε Εκκλησιαστική Επιτροπή.
Στις 11 Απριλίου 1912, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με την υπ’ αριθμόν 1495 έκθεσή της, υπέβαλε εις το Υπουργείο επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως τα ονόματα τριών υποψηφίων για τον επισκοπικό θρόνο της Λάρισας: του αρχιμανδρίτη Χριστοφόρου Κτενά (1864-1940), του αρχιμανδρίτη Ιακώβου Βατοπεδινού και του αρχιμανδρίτη – ιεροκήρυκα Νικηφόρου Γιαννούλη. Με πρόταση του τότε υπουργού Απόστολου Γ. Αλεξανδρή (1879-1961), η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε ως επίσκοπο Λαρίσης και Πλαταμώνος τον Ιάκωβο Βατοπεδινό. Η εκλογή τού κυρώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα στις 14 Μαΐου 1912 και δόθηκε εντολή στην Ιερά Σύνοδο «όπως τελεσθώσιν εις τον εκλεχθέντα τα εκκλησιαστικώς κεκανονισμένα» [3].
Ποιος όμως ήταν ο αρχιμανδρίτης που εκλέχθηκε επίσκοπος Λαρίσης; Ο Ιάκωβος Βατοπεδινός (κατά κόσμον Παναγιώτης Δημόπουλος) γεννήθηκε στην Αγία Μαρίνα της Λοκρίδος το 1853 (σε παλαιότερες πηγές ως έτος γέννησής του αναφέρεται το 1854). Σε ηλικία 13 ετών (1869) προσήλθε στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους και δύο χρόνια αργότερα (1871), εκάρη μοναχός υπό του γέροντος Ιακώβου του Ηπειρώτου (†1885). Το 1875 χειροτονήθηκε διάκονος, ενώ σχεδόν αμέσως αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη όπου φοίτησε στη φημισμένη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1879 αποφοίτησε και επέστρεψε στο Άγιο Όρος όπου δίδαξε στη σχολή της μονής του, ενώ το 1885 διορίσθηκε καθηγητής θεολογικών στο Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης. Την ίδια χρονιά χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και μετά από την αναχώρησή του από τη Θεσσαλονίκη (1886), περιέτρεξε όλη τη Μακεδονία ως ιεροκήρυκας (έως το 1891). Εκείνη τη χρονιά προήχθη στο αξίωμα του Προηγουμένου της μονής Βατοπεδίου. Το 1894 χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ το ίδιο έτος, επί Πατριαρχίας Νεοφύτου Η΄ (1833-1909) απεστάλη ως αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Πατριαρχικό Μετόχιο της Μόσχας του Αγίου Σεργίου. Διακρινόταν για την ιεροπρέπεια, την παιδεία και τους αγαθούς τρόπους του [4].
Επομένως ήταν ο πλέον κατάλληλος για να αναλάβει τον επισκοπικό θρόνο της Λάρισας, χωρίς βέβαια να υποτιμήσουμε τις αρετές και των δύο άλλων προαναφερθέντων συνυποψηφίων του. Εν τούτοις όμως – και προς έκπληξη όλων – ο Ιάκωβος Βατοπεδινός δεν αποδέχθηκε για λόγους πνευματικούς την εκλογή του. Πολλοί θεώρησαν ότι δεν επιθυμούσε να οξύνει την ήδη τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε στη Λάρισα μετά από τη «βίαιη» και σχετικά πρόσφατη απομάκρυνση του Αμβροσίου. Επιπλέον όμως ο Ιάκωβος γνώριζε προσωπικά τον Αμβρόσιο από τα παλαιότερα χρόνια και έτρεφε μεγάλη εκτίμηση προς το πρόσωπό του. Υποπτευόμαστε λοιπόν ότι η άρνησή του να αναλάβει την Επισκοπή Λαρίσης ήταν μία μορφή διαμαρτυρίας προς την Ιερά Σύνοδο για την άδικη απόφασή της. Ο ίδιος και στο παρελθόν είχε αρνηθεί να αναλάβει τη διεύθυνση του Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα. Στις 31 Δεκεμβρίου 1913 (με καθυστέρηση 18 μηνών), ανακλήθηκε το Βασιλικό Διάταγμα της 14ης Μαΐου 1912 «περί εγκρίσεως του Πανοσιωτάτου αρχιμανδρίτου κ. Ιακώβου Βατοπεδινού ως επισκόπου της Αγιωτάτης επισκοπής Λαρίσης και Πλαταμώνος, ως μη αποδεχθέντος την εκλογήν ταύτην» (ΦΕΚ 4/Α/7-1-1914). Ο Ιάκωβος παρέμεινε ως ηγούμενος στο Πατριαρχικό Μετόχιο της Μόσχας μέχρι την αποδημία του «εν πλήρη πενία» στις 20 Ιανουαρίου 1924. Συνέγραψε πλείστες ιστορικές, φιλολογικές και θεολογικές μελέτες από τις οποίες ξεχωρίζουν εκείνες για το Συνοδικό σκευοφυλάκιο και τη Συνοδική Βιβλιοθήκη της Μόσχας. Ήταν άριστος γνώστης της ελληνικής, τουρκικής και ρωσικής γλώσσας, ενώ τιμήθηκε με παράσημα από τις κυβερνήσεις της Ελλάδος (Χρυσός Σταυρός των Ιπποτών του Β. Τάγματος του Σωτήρος), της Ρωσίας (αυτοκρατορικά μετάλλια Αλεξάνδρου και Νικολάου Β΄), της Τουρκίας (Μετζητιέ Γ΄ τάξεως) και της Σερβίας (μετάλλιο Αγίας Άννης Β΄ τάξεως). Το αρχείο του καθώς και προσωπικά του αντικείμενα φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Με την υπ’ αριθμόν 820 (15 Ιουλίου 1914), έκθεση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στον επισκοπικό θρόνο της χηρεύουσας επισκοπής Λαρίσης τοποθετήθηκε στις 17 Ιουλίου 1914 [5] ο πρώην μητροπολίτης Στρωμνίτσης και Τιβεριουπόλεως Αρσένιος Αφεντούλης [6]. Η εκλογή του κυρώθηκε λίγες ημέρες αργότερα με Βασιλικό Διάταγμα [7].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Χαράλαμπος Η. Γάτος, Ο επίσκοπος Λαρίσης και Πλαταμώνος Αμβρόσιος Κασσάρας και η καθαίρεσή του. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή (Μεταπτυχιακή διατριβή), 2019, σ. 136.
2. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Επίσκοπος Πλαταμώνος και μητροπολίτης Λαρίσης (Β΄), Ελευθερία (Λάρισα), 21 Αυγούστου 2019.
3. Βασιλικό Διάταγμα (14 Μαΐου 1912): «Περί καταστάσεως Επισκόπου εν τη Επισκοπή Λαρίσης και Πλαταμώνος» (ΦΕΚ 149/Α/17-5-1912).
4. Ανώνυμος, «Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Βατοπεδινός», Εθνικόν Ημερολόγιον [Κωνσταντίνου Σκόκου] (Αθήνα), τ. 18 (1903), σ. 213-214. Πρβλ. Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό: Ενάρετων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος. Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Μυγδονία, 2011, τ. Α΄ (1901-1955), σ. 183-185.
5. Βασιλικό Διάταγμα (17 Ιουλίου 1914): «Περί καταστάσεως Επισκόπου εν τη Επισκοπή Λαρίσης και Πλαταμώνος» (ΦΕΚ 197/Α/19-7-1914).
6. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Αρσένιος Αφεντούλης (1869-1934) Ο πατριώτης και φιλάνθρωπος μητροπολίτης Λαρίσης», Ελευθερία (Λάρισα), 6 Μαρτίου 2016. Επίσης βλ. Γεώργιος Παπάζογλου, Άγνωστη αυτοβιογραφία του Θρακός Αρσενίου Αφεντούλη, τελευταίου μητροπολίτου Στρωμνίτσης. Αθήνα: έκδοση Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 1995.
7. Βασιλικό Διάταγμα (31 Ιουλίου 1914): «Περί κυρώσεως Επισκόπου Λαρίσης και Πλαταμώνος» (ΦΕΚ 220/Α/7-8-1914).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου