Ο σεισμός που «χτύπησε» Ελλάδα και Τουρκία το μεσημέρι της Παρασκευής, ήταν η είδηση που εκτός από τη θλίψη για τον χαμό νέων ανθρώπων και τον τραυματισμό αρκετών δεκάδων και στις δύο χώρες, προκάλεσε και δεύτερες σκέψεις όσον αφορά στην πορεία των σχέσεων ανάμεσα στα δύο κράτη που το τελευταίο διάστημα δείχνουν να εκτροχιάζονται. Κάποιοι μάλιστα δε δίστασαν να μιλήσουν και για… ελπίδες βελτίωσης που ίσως αναδειχθούν μέσα από τα συντρίμμια λόγω της διπλωματίας των σεισμών.
Ωστόσο ο Λαρισαίος δικηγόρος, διεθνολόγος, ερευνητικός συνεργάτης της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, κ. Δημήτρης Κούρτης, μιλώντας στην «Ε» ξεκαθαρίζει πως κάτι τέτοιο δύσκολα θα συμβεί αφού «αν και είναι ακόμη νωρίς για να μιλήσουμε με βεβαιότητα, φαίνεται πως η κατάσταση χρησιμοποιείται από την τουρκική κυβέρνηση ως άσκηση αποτελεσματικότητας και αυτάρκειας των εσωτερικών μηχανισμών, παρά τη διαθεσιμότητα που δήλωσαν τόσο η ελληνική, όσο και η γαλλική πλευρά».
Ο κ. Κούρτης εξηγεί τι ισχύει με τα χωρικά ύδατα και αφού χαρακτηρίζει την ελληνική διπλωματία αρκετά «μυωπική» και «προσκολλημένη σε αφηγήματα του παρελθόντος» αναλύει για ποιον λόγο ο Σουλτάνος, που από κάποιους χαρακτηρίζεται «τρελός», λειτουργεί με «σώας τας φρένας» και απόλυτο έλεγχο.
Πιο αναλυτικά:
Η συζήτησή ξεκινάει γύρω από τα χωρικά ύδατα και εξηγεί πως σύμφωνα με τα όσα ορίζει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας «η ερευνητική δραστηριότητα στον βαθμό που διεξάγεται πέραν των 6 ν.μ. δε σχετίζεται με την προσβολή της κυριαρχίας της Ελλάδας, αλλά με πιθανές προσβολές των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πάνω στην υφαλοκρηπίδα, στην οποία η χώρα μας ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα προς τον σκοπό της εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των φυσικών της πόρων» και προσθέτει πως: «Η Τουρκία, επωφελούμενη της έλλειψης συμφωνίας οριοθέτησης, προβαίνει σε σεισμογραφικές ερευνητικές δραστηριότητες, των οποίων ο αντίκτυπος δεν μπορεί –ακόμη− να εκτιμηθεί. Εκείνο το οποίο, όμως, μπορεί να εκτιμηθεί είναι τόσο η σοβαρότητα των τουρκικών ερευνητικών δραστηριοτήτων, όσο και η καταφανής μη συμμόρφωση της Τουρκίας με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το διεθνές δίκαιο. Ειδικότερα, εκκρεμούσης της διαδικασίας οριοθέτησης, δεν επιτρέπεται να δημιουργούνται τετελεσμένα γεγονότα που μπορούν να δυσχεράνουν την επίτευξη συμφωνίας. Παρότι στο πεδίο του δικαίου μέχρι σήμερα δεν είναι σαφές αν μόνες οι σεισμογραφικές έρευνες ή/και η αδειοδότηση αμφισβητούμενων τεμαχίων παραβλάπτουν την επίμαχη υποχρέωση, στην περίπτωσή μας, η πρακτική αυτή σε συνδυασμό με την επικρεμάμενη απειλή χρήσης βίας από τη μεριά της Τουρκίας, συνθέτουν μια ιδιαίτερα σοβαρή κατάσταση που επηρεάζει όχι μόνον το ενδεχόμενο ειρηνικής διευθέτησης της διαφοράς, αλλά και την ισορροπία μεταξύ των δύο παικτών, Ελλάδας και Τουρκίας. Συγκεκριμένα, σε μια πιθανή διαπραγμάτευση με σκοπό την οριοθέτηση, η τουρκική πλευρά, έχοντας προνομιακή αντίληψη σχετικά με τα πιθανά αποθέματα των ερευνώμενων θαλάσσιων περιοχών, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει από θέση ισχύος την ελληνική, η οποία δεν έχει ανάλογη γνώση για τα αποθέματα της τουρκικής υφαλοκρηπίδας.
* Οι Τούρκοι έχουν ανακοινώσει πως σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει τη ζώνη της από τα έξι στα δώδεκα μίλια θα το θεωρήσει ως αιτία πολέμου. Νιώθετε ότι υπάρχει μια διαρκής πίεση από αυτήν την προειδοποίηση;
- Η ελληνική Βουλή, όπως είναι γνωστόν, την 31η Μαΐου 1995 κύρωσε διά Νόμου τη ΣΔΘ. Ο Ν. 2321 δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 23η Ιουνίου 1995. Την 8η Ιουνίου 1995, δηλαδή μεταξύ ψήφισης και δημοσίευσης του ελληνικού κυρωτικού νόμου, και με δεδομένη την αίσθηση που προκάλεσε στην Τουρκία το δεύτερο Άρθρο αυτού (στο οποίο η Ελλάδα επιβεβαίωνε ότι διατηρεί το δικαίωμα να επεκτείνει τη χωρική της θάλασσα οποτεδήποτε στα 12 ν.μ.), η τουρκική εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε εν λευκώ και στο διηνεκές την εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση να λάβει στρατιωτικά μέτρα (να κηρύξει, επομένως, τον πόλεμο) εναντίον της Ελλάδας, εφόσον υλοποιήσει αυτήν την εξαγγελία, επεκτείνοντας τα όρια της χωρικής της θάλασσας (casus belli/αιτία πολέμου). Όπως έχει επισημανθεί σε αρκετές περιπτώσεις, αυτή η απειλή, την οποία τεχνηέντως η Τουρκία προσπαθεί εδώ και δύο δεκαετίες να υποβαθμίσει, επικαλούμενη πια δικά της δικαιώματα και όχι το casus belli αυτούσιο, δε συνιστά μόνον ενέργεια που αντιβαίνει προς την αρχή της καλής γειτονίας και την υποχρέωση ειρηνικής και καλόπιστης επίλυσης των διεθνών διαφορών, αλλά και ευθεία απειλή χρήσης ένοπλης βίας που παραβιάζει τη γενική απαγόρευση του Άρθρου 2§4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Μάλιστα, υπό ανάλογα περιστατικά, σε υπόθεση θαλάσσιας οριοθέτησης μεταξύ δύο κρατών της Νοτίου Αμερικής (Γουιάνα/Σουρινάμ), εξαγγελίες του Σουρινάμ, που ήταν παρόμοιες προς τις τουρκικές, θεωρήθηκαν από διεθνές διαιτητικό δικαστήριο ως απειλές χρήσης βίας, ασυμβίβαστες με το διεθνές δίκαιο. Επομένως, η ύπαρξη του casus belli από μόνη της δε συνιστά μέσο πίεσης, αλλά ωμή παραδοχή της απροθυμίας του ανατολικού μας γείτονα να αποδεχθεί το status quo ή, έστω, να επιχειρήσει με ειρηνικά μέσα την αλλαγή του. Από την προσπάθεια «γκριζαρίσματος» εδαφικών περιοχών (νησιών και βραχονησίδων) σε όλο το πλάτος του Αιγαίου έως την άρνηση κάθε επήρειας στα ελληνική νησιά (απόρριψη της αρχής ότι έχουν και άλλες θαλάσσιες ζώνες, πέραν της αιγιαλίτιδας, και φυσικά δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα) και την έγερση υπέρμετρων αξιώσεων, όπως αποτυπώνονται στην πρόσφατη συμφωνία με τη Λιβύη, η τουρκική πλευρά επιβεβαιώνει ότι συνιστά αναθεωρητικό παίκτη ολκής στην περιφερειακή μας σκακιέρα που εργαλειοποιεί κατά το δοκούν το διεθνές δίκαιο («ειδικές συνθήκες» των τουρκικών παραλίων, τουρκο-λιβυκό μνημόνιο), τα διεθνή προβλήματα (προσφυγικό/μεταναστευτικό), αλλά και αυτήν την ίδια την ειρήνευση (casus belli, παρενοχλήσεις κ.λπ.) της υπο-περιφέρειας της Ανατολικής Μεσογείου.
* Εκτιμάτε πως η ελληνική διπλωματία έχει καταφέρει να αναγάγει το ζήτημα αυτό σε απολύτως ευρωπαϊκό ή όχι; Θεωρείτε πως η Ελλάδα βρήκε την ευρωπαϊκή στήριξη που έψαχνε σ’ αυτό το θέμα;
-Η ελληνική διπλωματία αποδείχθηκε αρκετά μυωπική και προσκολλημένη σε αφηγήματα του παρελθόντος, όπως η περίφημη «ευρωπαϊκή προοπτική» της Τουρκίας. Είναι ενδιαφέρον ότι, ενώ η τουρκική πλευρά έχει πάνω από μία δεκαετία εγκαταλείψει την ευρωπαϊκή τροχιά ως στόχο της εξωτερικής της πολιτικής, επιδιώκοντας επωφελέστερες διευθετήσεις (τελωνειακή ένωση, κατάργηση θεωρήσεων/visa, οικονομική συνεργασία κ.λπ.), η ελληνική ρητορική απαγκιστρώθηκε από αυτήν την έννοια-φετίχ μόλις πριν λίγα έτη. Εξάλλου, ένα από τα κλασικά καταφύγια κάθε ελληνικής κυβέρνησης τις τελευταίες δεκαετίες, και οπωσδήποτε μετά την κρίση των Ιμίων, είναι η «ενωσιοποίηση» του προβλήματος με την Τουρκία, δηλαδή η δημιουργία μιας εξίσωσης όπου κάθε τουρκική προσβολή ή πρόκληση κατά της κυριαρχίας ή/και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας επί του εδάφους ή της θάλασσας θα ισοδυναμεί με προσβολή ή παραβίαση αντίστοιχα των «ευρωπαϊκών χερσαίων και θαλασσίων συνόρων». Εκείνο που οι κυβερνώντες, βέβαια, παρέλειψαν να καταστήσουν σταθερά για να δουλέψει η εξίσωση είναι η αντίληψη των ευρωπαίων εταίρων για την έννοια των ευρωπαϊκών συνόρων. Τα σύνορα αυτά είναι άλλοτε μια έννοια απτή (π.χ. προσφυγικό/μεταναστευτικό) που χρήζει περιφρούρησης κι άλλοτε μια έννοια λεπτοφυής, πολιτική και ελάχιστα σαφής, όπως για παράδειγμα όταν ένα κράτος-μέλος στοχεύεται με διαρκή παρενοχλητική δραστηριότητα από μια αναθεωρητική δύναμη. Στο τέλος της ημέρας, και παρά τη νομική κατασκευή/ρήτρα διαφυγής του τελευταίου ανακοινωθέντος της Συνόδου Κορυφής που παρέπεμψε σε διατάξεις των ενωσιακών συνθηκών για να μη χρησιμοποιήσει τον όρο «κυρώσεις», η στάση της Ε.Ε. επιβεβαιώνει πως σε ζητήματα εξωτερικής ασφάλειας και αμυντικής υποστήριξης των μελών της, ο υπερεθνικός αυτός οργανισμός δεν είναι τίποτε περισσότερο από το άθροισμα (ή έστω την κοινή συνισταμένη) των επιμέρους κρατικών εγωισμών των κρατών που τον αποτελούν.
* Την ίδια ώρα βλέπουμε τη νέα κόντρα που έχει ξεσπάσει ανάμεσα σε Ερντογάν και Μακρόν, αυτήν τη φορά με φόντο τα σκίτσα για τον Μωάμεθ και τον Ερντογάν. Τακτική του τελικά μήπως είναι να ανοίγει πολλά μέτωπα;
- Ο πρόεδρος Ερντογάν επιχειρεί να εγκαθιδρύσει μία δική του εκδοχή της θεωρίας της σύγκρουσης των πολιτισμών, έναν Χάντιγκτον α λα τούρκα, θα λέγαμε. Η επιλογή του να επαναφέρει μετά από ογδόντα και πλέον χρόνια την Αγία Σοφία στη μουσουλμανική λατρεία ή να καταστήσει τη Μονή της Χώρας τόπο μουσουλμανικής προσευχής, σε μια όψιμη άσκηση του δικαιώματος κατάκτησης, όπως προβλέπεται από το παραδοσιακό ισλαμικό δίκαιο, είναι δηλωτική μιας πολυ-επίπεδης αντιπαράθεσης: σε επίπεδο στρατιωτικής ισχύος, η ένταση βαίνει κλιμακούμενη και αποκλιμακούμενη, έως ότου έρθει η «ερντογανική στιγμή», δηλαδή η κατάλληλη εκείνη συγκυρία που θα αποκρυσταλλώσει τις τουρκικές απαιτήσεις επιφέροντας ένα νέο γκριζάρισμα, π.χ. μέσα από την αναστολή των ελληνικών ερευνητικών δραστηριοτήτων. Σε επίπεδο πολιτικό, η επιδίωξη συνεργιών και επαφών υψηλού ρίσκου (πρβλ. το διαρκές παίγνιο ΗΠΑ/Τουρκίας και Ρωσίας/Τουρκίας), συμπορεύεται με την απόπειρα της Τουρκίας να δημιουργήσει μια σφαίρα επιρροής που θα ξεκινά από τα Βαλκάνια (Αλβανία, Κοσσυφοπέδιο) και θα φθάνει μέχρι τη Συρία, τη Λιβύη και το Κέρας της Αφρικής, περνώντας μέσα από τον Καύκασο. Σε επίπεδο πολιτισμικό, η προσπάθεια της Τουρκίας κατατείνει τόσο στην επίτευξη μιας ιδεολογικής, όσο και πολιτιστικής ηγεμονίας στον κόσμο του πολιτικού Ισλάμ.
Επομένως, ο «τρελός Σουλτάνος» (όπως άστοχα επιχειρούν ορισμένοι να τον παρουσιάσουν) δεν ανοίγει μέτωπα, αλλά κινείται, με «σώας τας φρένας», ταυτόχρονα και στα τρία επίπεδα.
* Η συμφωνία της Αθήνας με τα Τίρανα για παραπομπή στη Χάγη της ελληνοαλβανικής διαφοράς οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών είναι μια εξέλιξη που ενισχύει την επιχειρηματολογία της ελληνικής κυβέρνησης ότι μόλις σταματήσουν οι τουρκικές προκλήσεις είναι έτοιμη να συζητήσει με την Άγκυρα το θέμα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και σε περίπτωση ασυμφωνίας την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για διευθέτηση της διαφοράς;
- Ασφαλώς πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη. Ωστόσο, κάθε περίπτωση οριοθέτησης είναι δικαιικά και πολιτικά μοναδική. Δε θα ήμουν ιδιαίτερα αισιόδοξος, αν απλά διευθετούσαμε το χρονίζον ζήτημα οριοθέτησης με την Αλβανία. Η αδυναμία της Ελλάδας να λήξει, χωρίς παλινωδίες, το ζήτημα αυτό με τον δυτικο-βαλακανικό γείτονά της, ο οποίος επί μακρόν βρισκόταν στη σφαίρα των ειδικών της συμφερόντων, αποδεικνύει ότι δεν μπορεί κανείς, κερδίζοντας τη μάχη μ’ ένα πουλάρι, να παλέψει με τα ίδια μέσα ένα λιοντάρι.
Συνέντευξη στον Κώστα Γκιάστα