Ένας δραστήριος επιχειρηματίας που το κατάστημά του υπήρξε σημείο αναφοράς όχι μόνο για τη Λάρισα αλλά και για τα περισσότερα χωριά της επαρχίας της, δυστυχώς όμως, για μικρό χρονικό διάστημα. Ο Αθανάσιος Παπαϊωάννου καταγόταν από τον Τύρναβο. Εκεί ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το εμπόριο (επί Τουρκοκρατίας) και εκεί δημιούργησε την οικογένειά του.
Στις αρχές του 1882 συνεταιρίσθηκε με τον Λαρισαίο παντοπώλη Αθανάσιο Δ. Σπανό και ίδρυσε στη Λάρισα ένα κατάστημα με εδώδιμα και αποικιακά προϊόντα. Για λόγους που δεν γνωρίζουμε, ο συνεταιρισμός αυτός διαλύθηκε πρόωρα το 1883. Την επόμενη όμως χρονιά (1884), ο Αθανάσιος Παπαϊωάννου συνεταιρίσθηκε με τους Τυρναβίτες παντοπώλες Θεόδωρο Χατζή-Ψαθά και Αθανάσιο Αγοραστούλη ιδρύοντας «Ομόρρυθμη Μετοχική Εταιρεία Γενικού Εμπορίου». Ως έδρα της εταιρείας ορίστηκε ένα μεγάλο κατάστημα στη Λάρισα που ανήκε στην πλήρη κυριότητα του Παπαϊωάννου και βρισκόταν «επί της μεγάλης οδού της από Γεφύρας εις τα Ανάκτορα αγούσης δημοσίας οδού» (σημ. Βενιζέλου). Ο Παπαϊωάννου είχε και στην κυριότητά του ένα ακόμα μικρότερο κατάστημα επί της ιδίας οδού, που βρισκόταν ανάμεσα από το προαναφερθέν δικό του και το αντίστοιχο του εμπόρου Δημητρίου (Μήτσου) Ρίζου. Το μικρότερο αυτό κατάστημα ενοικιάστηκε το 1889 στον Εβραίο έμπορο Αβραάμ Ιακώβ Φρανσέζ αντί ετησίου μισθώματος 854,24 δραχμών [1].
Στο κατάστημα, οργανωμένο κατά τα πρότυπα των σημερινών υπεραγορών, πωλούνταν εδώδιμα και αποικιακά προϊόντα, σιδερικά, εργαλεία, χρώματα, είδη ξυλείας, υφάσματα και είδη ραπτικής, οίνοι, τσίπουρα και εισαγόμενα αλκοολούχα ποτά, είδη καθαριότητας, εκκλησιαστικά είδη και πολλά άλλα. Το κατάστημα δεχόταν παραγγελίες από άλλους επαγγελματίες για κατασκευές βαρελιών, τενεκέδων, ειδών οικιακής χρήσης, ενώ σε ιδιαίτερο χώρο πωλούνταν λιπάσματα, σπόροι και διάφορα αγροτικά εφόδια. Τα εισαγόμενα προϊόντα μεταφέρονταν με ατμόπλοια (από την Κωνσταντινούπολη και τα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου) στο λιμάνι του Βόλου και από εκεί διά του σιδηροδρόμου στη Λάρισα. Τα εισαγόμενα προϊόντα φυλάσσονταν κατά διαστήματα στον Βόλο, στις μεγάλες αποθήκες του επιχειρηματία Αντωνίου Αθανασιάδη με τον οποίο ο Παπαϊωάννου διατηρούσε φιλικές σχέσεις.
Το 1891 όμως, εντελώς ξαφνικά, ο Αθανάσιος Παπαϊωάννου απεβίωσε. Το πλήγμα ήταν βαρύ τόσο για την οικογένειά του, όσο και για τους δύο συνεταίρους του. Αμέσως μετά από τον θάνατό του, με απόφαση του Πρωτοδικείου Λαρίσης (στο οποίο κατέφυγαν οι δύο συνέταιροι), το κατάστημα σφραγίστηκε ώστε να ξεκινήσουν οι διαδικασίες για την απογραφή της εταιρικής περιουσίας. Η χήρα σύζυγος του Παπαϊωάννου, Άννα, ως φυσική επίτροπος των ανηλίκων τέκνων της Ελένης, Δημητρίου, Ιωάννη, Μαρίας και Βασιλικής, ανέθεσε την πληρεξουσιότητα των διαδικασιών στον ενήλικο γιο της Στέφανο Παπαϊωάννου, που τότε διέμενε στον Τύρναβο και ήταν φοιτητής της Νομικής. Παράλληλα η άλλη θυγατέρα της Θεοφανώ, σύζυγος του σχολάρχη του Ελληνικού Σχολείου του Τυρνάβου Αντωνίου Σακελλαρίου, ανέθεσε και αυτή με τη σειρά της όλες τις αρμοδιότητες στον αδελφό της Στέφανο. Τα πληρεξούσια έγγραφα (αρ. 182, 183 και 184) συντάχθηκαν στις 11 Απριλίου 1891 στο συμβολαιογραφικό γραφείο του Γεωργίου Δ. Παπαμιχαήλ στον Τύρναβο.
Η απογραφή της εταιρικής περιουσίας του Αθανασίου Παπαϊωάννου πραγματοποιήθηκε από τον συμβολαιογράφο της Λάρισας Αγαθάγγελο Ιωαννίδη και διήρκεσε από τις 15 Απριλίου έως τις 5 Μαΐου 1891 [2]. Παρίσταντο οι δύο προαναφερθέντες συνέταιροι, ο δικηγόρος Ανδρέας Γεωργιάδης και οι παντοπώλες Θεόδωρος Χ. Βλησσαρίσης και Θωμάς Δελημάνης. Οι δύο τελευταίοι είχαν ορισθεί ως εκτιμητές από το Πρωτοδικείο Λαρίσης. Το δικαστήριο όρισε επίσης και ως ανεξάρτητους μάρτυρες (οι οποίοι παρίσταντο ανά δύο στις ημέρες της απογραφής), τους Κωνσταντίνο Οικονομίδη, Γεώργιο Μαστροκώστα, Αναστάσιο Αποστολίδη, Γεώργιο Τίκα και Ευθύμιο Φλώρο. Ως ειδικός επίτροπος ορίστηκε ο παντοπώλης του Τυρνάβου Γεώργιος Δ. Παπαϊωάννου. Στα συνταχθέντα έγγραφα της απογραφής καταγράφηκαν αναλυτικά όλα τα εμπορεύματα (σε οκάδες ή σε τεμάχια) που βρίσκονταν στο κατάστημα με την τρέχουσα αξία τους σε δραχμές (τιμές λιανικής πώλησης). Καταγράφηκαν επίσης τα μετρητά που βρέθηκαν στο χρηματοκιβώτιο και σε διάφορα συρτάρια του καταστήματος (δραχμές, χρυσές λίρες Τουρκίας, αργυρά γρόσια και μετζήτια, γαλλικά φράγκα κ.ά.). Στα καταγραφέντα συμπεριελήφθησαν μετοχές της Προνομιούχου Τραπέζης Ηπειροθεσσαλίας και διάφορα χρεωστικά ομόλογα.
Μόλις τελείωσε η απογραφή των εμπορευμάτων και των μετρητών, ξεκίνησε ο έλεγχος των τηρουμένων βιβλίων της εταιρείας. Γενικά καθολικά προηγουμένων ετών, ημερολόγια εγγραφών, βιβλία ταμείου, βιβλία οφειλομένων (βερεσέδια), βιβλία υποχρεώσεων (δασμοί και φόροι) της εταιρείας προς τρίτους και το δημόσιο καθώς και οι ετήσιοι ισολογισμοί της. Σύμφωνα με αυτά που καταγράφηκαν, η περιουσία της εταιρείας για το έτος 1885 ανερχόταν στα 160.379 γρόσια και για τα έτη 1886-1887 στα 405.578 γρόσια [3]. Στα αξιοσημείωτα ήταν ο κατάλογος (1889) των εμπόρων, επιχειρηματιών και των κτηματιών της Λάρισας που χρωστούσαν χρήματα στην εταιρεία από αγορές εμπορευμάτων. Στην κορυφή της λίστας φιγουράρει το όνομα του Οθωμανού κτηματία και πρώην δημάρχου της Λάρισας Χασάν εφένδη, ενώ ακολουθεί το όνομα του ξενοδόχου Γεωργίου Τσάμη.
Όταν τελείωσε η απογραφή, η συνολική περιουσία της εταιρείας εκτιμήθηκε στις 31.026,30 δρχ. Στο ποσό αυτό προστέθηκαν οι οφειλές τρίτων προς την εταιρεία και αφαιρέθηκαν οι υποχρεώσεις προς το δημόσιο και οι οφειλόμενοι μισθοί των δύο υπαλλήλων (Αλέξανδρος Παπαγιάννης και Κωνσταντίνος Αστερίου), με αποτέλεσμα η τελική συνολική περιουσία να ανέρχεται στις 31.255 δραχμές. Το ποσό αυτό (σε είδος και μετρητά) κατανεμήθηκε ισόποσα στους κληρονόμους του Παπαϊωάννου (1/3) και στους δύο πρώην συνεταίρους του (2/3).
Τα επόμενα χρόνια δεν συναντούμε καμία αναφορά για τους κληρονόμους του Αθανασίου Παπαϊωάννου και ιδιαίτερα για τον γιο του Στέφανο. Καμία επίσης αναφορά δεν εντοπίστηκε για τους παντοπώλες Θεόδωρο Χατζή Ψαθά και Αθανάσιο Αγοραστούλη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 032 [1889], αρ. 8949 (7 Ιουνίου 1889).
[2]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 032 [1891], αρ. 11339 (15 Απριλίου 1891), αρ. 11350 (16 Απριλίου 1891), αρ. 11351 (17 Απριλίου 1891), αρ. 11359 (18 Απριλίου 1891), αρ. 11363 (18 Απριλίου 1891), αρ. 11366 (19 Απριλίου 1891), αρ. 11409 (3 Μαΐου 1891) και αρ. 11412 (4 Μαΐου 1891).
[3]. Παρά το γεγονός ότι το επίσημο νόμισμα του Κράτους ήταν η δραχμή, στις εμπορικές συναλλαγές κυριαρχούσε η χρήση της χρυσής Τουρκικής λίρας. Κάθε λίρα είχε 100 γρόσια. Μία λίρα αντιστοιχούσε (ανάλογα με την περίοδο) με 22-30 δραχμές.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου