Ωστόσο υπάρχει και μία ακόμη διάσταση, την οποία έχουν αναδείξει ηγέτες χωρών αλλά και κυβερνήσεις. Είναι η πολιτική και –κυρίως- η νομική, που έχει να κάνει με τη διερεύνηση και απόδοση ευθυνών –αν υπάρχουν- και τον καταλογισμό των όποιων «ποινών», αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Στο στόχαστρο της διεθνούς κοινότητας είναι η Κίνα και η ηγεσία της, για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την υγειονομική κρίση, η οποία, τουλάχιστον με τα υπάρχοντα στοιχεία ξεκίνησε από το έδαφός της και απλώθηκε σε όλη την Υφήλιο.
Ζητήσαμε από τον Λαρισαίο δικηγόρο κ. Δημήτριο Κούρτη, ο οποίος κάνει αυτή τη στιγμή το διδακτορικό του στο διεθνές δίκαιο, να «φωτίσει» τις νομικές πτυχές αυτών των ερωτημάτων.
Όπως αναφέρει «υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις σχετικά με την παραβίαση σειράς διατάξεων τόσο του Καταστατικού του ΠΟΥ όσο και των Διεθνών Υγειονομικών Κανονισμών. Ως εκ τούτου πληρούνται οι νομικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση βάσης διεθνούς ευθύνης εκ μέρους της Κίνας». Σπεύδει όμως να σημειώσει ότι «είναι άλλο ζήτημα η αναγνώριση της ύπαρξης διεθνούς αδικοπρακτικής ευθύνης για ένα κράτος και εντελώς διαφορετικό το θέμα της επίκλησης αυτής της ευθύνης ή της έγερσης σχετικών αξιώσεων επανόρθωσης».
Σε κάθε περίπτωση εξηγεί ότι παρότι υπάρχει μια σειρά επιλογών της διεθνούς κοινότητας, όμως, οποιαδήποτε δράση προϋποθέτει «μια συνολική διερεύνηση των πραγματικών δεδομένων, η οποία είναι εφικτή μόνον εφόσον η Κίνα επιθυμεί να συνεργαστεί».
Πιο αναλυτικά, στον κ. Κούρτη θέσαμε τα κάτωθι ερωτήματα:
-Ερ.: Εδώ και καιρό έχει αναπτυχθεί μια ρητορική από ηγέτες κρατών για ευθύνες της κινεζικής ηγεσίας σε ό,τι αφορά την πανδημία και –κυρίως- την πληροφόρηση που παρείχε το Πεκίνο στον υπόλοιπο κόσμο. Μάλιστα Πολιτεία των ΗΠΑ προχώρησε ακόμη παραπέρα, μηνύοντας την κυβέρνηση της Κίνας. Θεωρείτε ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι πράγματι «κάτι συνέβη» ή πρόκειται απλά για ένα παιχνίδι πολιτικών εντυπώσεων;
Προκαταρκτικά πρέπει να αναφέρουμε ότι το διεθνές υγειονομικό δίκαιο περιγράφει με αρκετή σαφήνεια τις κινήσεις που αναμένονται από ένα κράτος-μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), στο πλαίσιο διαχείρισης «επειγόντων περιστατικών δημόσιας υγείας διεθνούς εμβέλειας», όπως χαρακτηρίζεται νομικά μια πανδημία. Η σχετική υποχρέωση προκύπτει από το Άρθρο 6 των Υγειονομικών Κανονισμών Ταξινόμησης 1967 (WHA20.18, Nomenclature Regulations) που έχει θεσπίσει ο ΠΟΥ και τα Άρθρα 63-64 του Καταστατικού του, που επιβάλλουν να κοινοποιούνται έγκαιρα όσο κι έγκυρα στον Οργανισμό επίσημες εκθέσεις και στατιστικά που αφορούν στη δημόσια υγεία, αλλά και στατιστικές – επιδημιολογικές εκθέσεις που αποτυπώνουν την υγειονομική εικόνα ενός εκάστου κράτους-μέλους.
Εξάλλου, σύμφωνα με τους Διεθνείς Υγειονομικούς Κανονισμούς (ΔΥΚ) 2005 (WHA58.3, International Health Regulations) που έχει υιοθετήσει η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας (το συλλογικό όργανο του ΠΟΥ), κάθε κράτος-μέλος υποχρεούται να κοινοποιήσει «με το πιο πρόσφορο μέσο επικοινωνίας […] και εντός 24 ωρών […] όλα τα περιστατικά που ίσως αποτελούν επείγον περιστατικό δημόσιας υγείας διεθνούς εμβέλειας εντός της επικράτειάς του» (Άρθρο 6 παρ. 1 ΔΥΚ), ενώ και μετά την πρώτη κοινοποίηση, κάθε κράτος-μέλος οφείλει συνεχώς «να γνωστοποιεί εγκαίρως ακριβή και επαρκώς λεπτομερή υγειονομικά στοιχεία […], περιλαμβάνοντας όπου αυτό είναι δυνατόν προσδιορισμούς κρουσμάτων, εργαστηριακά αποτελέσματα, την πηγή και τον τύπο του κινδύνου, τον αριθμό κρουσμάτων και θανάτων, τις συνθήκες που επηρεάζουν την εξάπλωση της νόσου και τα εφαρμοζόμενα μέτρα δημόσιας υγείας» (Άρθρο 6 παρ. 2 ΔΥΚ). Στη δε περίπτωση εμφάνισης μιας επείγουσας και απροσδόκητης απειλής για τη δημόσια υγεία, κάθε κράτος-μέλος του ΠΟΥ φέρει την υποχρέωση πλήρους και αμελλητί ενημέρωσης του Οργανισμού και αποκάλυψης κάθε κρίσιμης υγειονομικής πληροφορίας (Άρθρο 7 ΔΥΚ).
Μάλιστα, η νομοθετική ιστορία των επίμαχων ΔΥΚ είναι αρκετά διαφωτιστική, δεδομένου ότι υιοθετήθηκαν από τον ΠΟΥ ως αντίδραση στην κινεζική πρακτική συγκάλυψης, απόκρυψης και νόθευσης των υγειονομικών και επιδημιολογικών δεδομένων που κοινοποιούνταν στον Οργανισμό, αναφορικά με τα μέτρα διαχείρισης της κρίσης του κορονοϊού SARS που έπληξε τη Νότια Κίνα κατά τα έτη 2002-2003.
Τέλος, σύμφωνα με το Άρθρο 37 του Καταστατικού του ΠΟΥ, τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να σέβονται στο ακέραιο τη θεσμική ανεξαρτησία του Γενικού Διευθυντή και των λειτουργών του Οργανισμού. Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει όταν, με σκοπό την παραπλάνηση των ιθυνόντων του Οργανισμού και την εξασφάλιση δηλώσεων στήριξης, τα κράτη-μέλη παρέχουν ελλιπείς, αποσπασματικές ή τεχνικά νοθευμένες υγειονομικές πληροφορίες.
Στην περίπτωση της Κίνας, και παρά την εμπειρία της κρίσης του SARS πριν από δεκαεπτά περίπου έτη, έχουμε επαρκείς αποδείξεις προκειμένου να υποστηρίξουμε ότι παραβίασε το σύνολο των ως άνω υποχρεώσεών της εκ του Καταστατικού του ΠΟΥ και των υιοθετηθέντων σε αρμονία προς αυτό ΔΥΚ. Η κινεζική κυβέρνηση όχι μόνον απέκρυψε επιμελώς δεδομένα σε σχέση με ασυμπτωματικά περιστατικά και πληροφορίες για τη διασπορά του ιού COVID-19 μεταξύ του ιατρικού και υγειονομικού προσωπικού, αλλά και επιχείρησε να λογοκρίνει με δριμύτητα τις δημόσιες εκκλήσεις των απασχολουμένων στον χώρο της υγείας αναφορικά με την εκκολαπτόμενη υγειονομική κρίση. Περαιτέρω, η ανάμιξη των κινεζικών αρχών στους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων υγειονομικών υπηρεσιών και του ΠΟΥ φαίνεται να επηρέασε, σε ένα πρώιμο στάδιο, και τη στάση του Οργανισμού, με αποτέλεσμα την ισχυρή δήλωση υποστήριξης της κινεζικής κυβέρνησης από τον Γενικό Διευθυντή του ΠΟΥ, Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγκέσους, στις 28 Ιανουαρίου 2020, αλλά και την καθυστέρηση χαρακτηρισμού του COVID-19 ως «επείγουσας κατάστασης δημόσιας υγείας με διεθνή εμβέλεια» (πανδημία) εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του ΠΟΥ και της αρμόδιας Επιτροπής Επειγόντων Περιστατικών.
ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΕΥΘΥΝΩΝ ΜΟΝΟΝ ΑΝ…
-Ερ.: Πρακτικά λοιπόν πώς θα μπορούσε να ερευνηθεί η υπόθεση και τι είδους ευθύνες θα πρέπει να αναζητηθούν προκειμένου να τεκμηριωθεί μια κατηγορία, είτε για αδράνεια, είτε για ελλιπή ή μη έγκαιρη πληροφόρηση, είτε ακόμη και για συγκάλυψη της αλήθειας. Εν τέλει μπορεί η Κίνα να υποχρεωθεί να δεχτεί μια διεθνή έρευνα για όλα αυτά;
Όπως αναλύθηκε και παραπάνω, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις σχετικά με την παραβίαση σειράς διατάξεων τόσο του Καταστατικού του ΠΟΥ όσο και των ΔΥΚ που έχουν υιοθετηθεί από την Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας, σε εκτέλεση των επιταγών του Καταστατικού. Εξάλλου, οι ενέργειες των αυτοδιοικητικών αρχών της επαρχίας Χουπέι αναφορικά με τη διαχείρισης της κρίσης στην Ουχάν, αλλά και οι κατοπινές κινήσεις της κινεζικής πολιτικής ηγεσίας είναι ευθέως καταλογιστές στο νομικό πρόσωπο της Λαϊκής Δημοκρατίας. Επομένως, πληρούνται οι νομικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση βάσης διεθνούς ευθύνης εκ μέρους της Κίνας. Ωστόσο, είναι άλλο ζήτημα η αναγνώριση της ύπαρξης διεθνούς αδικοπρακτικής ευθύνης για ένα κράτος και εντελώς διαφορετικό το θέμα της επίκλησης αυτής της ευθύνης ή της έγερσης σχετικών αξιώσεων επανόρθωσης. Υπό αυτά τα δεδομένα και αφού λάβουμε υπόψη ότι ο Χάρτης του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (Άρθρα 2 παρ. 3 και 33) υποχρεώνει όλα τα κράτη-μέλη να επιλύουν με ειρηνικά μέσα τις διαφορές τους (περιλαμβανομένων και αυτών που σχετίζονται με τη διάπραξη διεθνών αδικοπραξιών), τρεις είναι οι διαθέσιμες επιλογές, καθεμιά από τις οποίες προϋποθέτει μια συνολική διερεύνηση των πραγματικών δεδομένων, η οποία είναι εφικτή μόνον εφόσον η Κίνα επιθυμεί να συνεργαστεί, πράγμα μάλλον απίθανο:
(α) Η έγερση του σχετικού ζητήματος ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του για την ειρηνική διευθέτηση των διεθνών διενέξεων (Κεφ. VI του Χάρτη) και τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας (Κεφ. VII του Χάρτη). Η εν λόγω επιλογή δεν φαίνεται υλοποιήσιμη, καθώς η Κίνα, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, έχει ήδη –με την υποστήριξη της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Νοτίου Αφρικής– στα τέλη Μαρτίου αποκρούσει την εσθονική πρόταση για τη διεξαγωγή συζήτησης ενώπιον του Συμβουλίου αναφορικά με τις προκλήσεις που θέτει η πανδημική κρίση.
(β) Η ανάληψη δικαιοδοτικής δραστηριότητας εκ μέρους των ενδιαφερομένων κρατών. Στο σημείο αυτό, πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η προσφυγή στα εσωτερικά δικαστήρια, όπως π.χ. έπραξε η Πολιτεία του Μισούρι ασκώντας αγωγή εναντίον της Κίνας ενώπιον των ομοσπονδιακών αμερικανικών δικαστηρίων, αποτελεί κίνηση-πολιτικό πυροτέχνημα, χωρίς πιθανότητες ευδοκίμησης από νομική σκοπιά. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου για τη δικαιοδοτική ασυλία των κρατών, αλλά και την αμερικανική ομοσπονδιακή νομοθεσία (Foreign Sovereign Immunities Act/FSIA 1976), η υπόθεση δεν εμπίπτει σε κάποια από τις επιτρεπτές εξαιρέσεις κάμψης της ετεροδικίας ενός αλλοδαπού κράτους, πολύ περισσότερο καθώς οι φερόμενες ως αδικοπρακτικές ενέργειες της Κίνας αφορούν πράξεις συνεχόμενες με την αρχή της κυριαρχίας (διαχείριση κινδύνων δημόσιας υγείας). Επομένως, μόνον η διεθνής δικαιοδοτική δραστηριότητα, λ.χ. προσφυγή κράτους ή ομάδας κρατών ενώπιον ενός διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου, είναι εφικτή. Κάτι τέτοιο κατ’ αρχήν μπορεί να γίνει κατ’ επίκληση του Άρθρου 75 του Καταστατικού του ΠΟΥ• σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, κάθε διαφωνία αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Καταστατικού, που δεν μπορεί να επιλυθεί μέσω διαπραγματεύσεων ενώπιον της Συνέλευσης του Οργανισμού, μπορεί να παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης. Ωστόσο, μια ενδεχόμενη προσφυγή ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, θα έθετε επί τάπητος δυσχερή ζητήματα απόδειξης της αιτιότητας, ενώ το προδικαστικό στάδιο των διαβουλεύσεων εντός του ΠΟΥ θα μπορούσε να μετατρέψει μια σοβαρότατη υπόθεση (όπως η διαχείριση της πανδημίας) σε πολιτικό παίγνιο μεταξύ αντιπαρατιθέμενων ομάδων κρατών.
Τέλος, (γ) πρέπει να αναφερθεί η δυνατότητα των κρατών που θεωρούν ότι βλάπτονται από τις ενέργειες και παραλείψεις της Κίνας, να υιοθετήσουν σειρά αντιμέτρων (οικονομικών, διπλωματικών κλπ. κυρώσεων). Η νομιμότητα των αντιμέτρων συναρτάται, όμως, με την εξακολούθηση της παραβίασης των διεθνών υποχρεώσεων εκ μέρους του κράτους που στοχεύεται με αυτά και τη μη κάταρξη κάποιας πολιτικής ή νομικής διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς. Ως εκ τούτου, μπορούν να εγερθούν σοβαρές ενστάσεις σχετικά με την προσφορότητα αυτής της επιλογής, τουλάχιστον στην παρούσα φάση.
Αποτελεσματικότερη θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί η λύση της υποβολής αιτήματος προς έκδοση σχετικής γνωμοδότησης από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ένα τέτοιο αίτημα θα μπορούσε να υποβληθεί από τη Συνέλευση του ΠΟΥ. Η διατύπωσή του θα πρέπει να είναι προσεκτική, προκειμένου να μη θεωρηθεί ότι επιχειρείται να επιλυθεί με τη γνωμοδότηση ορισμένη διακρατική διένεξη (λ.χ. μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας). Μια τέτοια υπόθεση, θα δώσει τη δυνατότητα στο Διεθνές Δικαστήριο να ξεκαθαρίσει ποιες είναι οι νομικές υποχρεώσεις των κρατών στο πλαίσιο μιας ανάλογης κρίσης, κρατώντας μακριά το συγκρουσιακό κλίμα και τις εντάσεις που θα προκαλούσε μια αντιδικία κατόπιν διακρατικής προσφυγής.
Ερ.: Σε ατομικό επίπεδο, κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί ένας πολίτης θύμα του κορονοϊού, να κινηθεί νομικά εναντίον του συμπολίτη του εκείνου που θεωρεί ότι υπήρξε η αιτία για τη μόλυνσή του, ή και κατά ενός φορέα ο οποίος ενδεχομένως δεν έλαβε τα απαιτούμενα μέτρα ασφάλειας;
Η ερώτηση δεν επιδέχεται εύκολης απάντησης. Σε θεωρητικό πλαίσιο ένας πολίτης-φορέας του ιού, ο οποίος κατά παράβαση των σχετικών μέτρων, έρθει σε επαφή με τρίτο πρόσωπο και, συνεπεία της αμελούς και ανεύθυνης στάσης του, μεταδώσει τη νόσο στο πρόσωπο αυτό υπέχει τόσο ποινική ευθύνη, τουλάχιστον σύμφωνα με το Άρθρο 285 του Ποινικού Κώδικα για την παράβαση των οικείων υγειονομικών μέτρων, όσο και αποζημιωτική ευθύνη συνεπεία του επίμαχου αστικού αδικήματος. Ωστόσο, πέρα από το θεωρητικό παράδειγμα, σε συνθήκες νομικής πράξης, μια παρόμοια υπόθεση θα έθετε δυσχερέστατα ζητήματα απόδειξης του αιτιώδους συνδέσμου, δηλαδή ότι η συνάντηση μεταξύ των δύο προσώπων του παραδείγματος ήταν η προσφορότερη αιτία που οδήγησε το δεύτερο απ’ αυτά να νοσήσει. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα εισαγόταν μια τέτοια υπόθεση θα χρειαζόταν σοβαρή τεχνοκρατική υποστήριξη, αλλά και ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να διαμορφώσει δικανική πεποίθηση σχετικά με την ευθύνη του αρχικού φορέα του ιού, ιδίως αν εκείνος ήταν ασυμπτωματικός.
Σύντομο βιογραφικό:
Ο Δημήτριος Κούρτης είναι δικηγόρος και κατάγεται από τη Λάρισα. Σήμερα, ζει στην Κύπρο όπου και εργάζεται ως επιστημονικός συνεργάτης και μέλος του Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Ολοκληρώνει το διδακτορικό του σε ζητήματα διεθνούς δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ενώ είναι επιμελητής έκδοσης του αρχαιότερου περιοδικού κοινωνικών επιστημών στην Κύπρο The Cyprus Review. Στο παρελθόν είχε χρηματίσει νομικός σύμβουλος της Διακομματικής Επιτροπής για τις Γερμανικές Οφειλές και υπότροφος ερευνητής του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας. Ομιλεί πέντε γλώσσες, πέραν της μητρικής και μετρά στο ενεργητικό του αρκετές διεθνείς δημοσιεύσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν σε ζητήματα διεθνούς ποινικού δικαίου, μεταβατικής δικαιοσύνης, ιστορίας και φιλοσοφίας του διεθνούς δικαίου.