Πνεύμα δημοσιογραφικόν, με μόρφωσιν πολλήν και με γούστο πολύ. Κατ’ εξοχήν ρεπόρτερ, οπού οι μεγαλύτερες επιτυχίες εστόλισαν το στάδιόν του. Εδώ του αξίζει ο τίτλος του maître». Με αυτά τα λόγια ο Κ. Μιχαηλίδης «αποχαιρέτησε» τον Νικόλαο Σπανδωνή (1858-1913), έναν από τους καταξιωμένους ρεπόρτερ της εποχής του [1].
Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στράφηκε από νωρίς στη δημοσιογραφία, συνεργασθείς με όλες σχεδόν τις εφημερίδες και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο που παραθέτουμε παρακάτω, ένα κείμενο που κινείται στα όρια της λογοτεχνίας με το χρονογράφημα. Δημοσιεύθηκε στην Αθηναϊκή εφημερίδα «Εμπρός» (φ. 1057, 12 Οκτωβρίου 1899) και περιγράφει τη Λάρισα, την οποία επισκέφθηκε τον Οκτώβριο του 1899, λίγο δηλαδή μετά από τον πόλεμο και την προσωρινή κατοχή της Θεσσαλίας (1897-1898)
«Αι πόλεις ομοιάζουσι προς γυναίκας. Η ηλικία, το ντύσιμο. Ο σύζυγος, το φέρσιμο. Και η Λάρισα δεν μου έκαμε την εντύπωσιν που θα μου έκαμνεν αν την έβλεπα προ 30 ετών. Η Λάρισα είνε ανατολίτισσα. Πλασμένη διά να κυριαρχή, καμωμένη διά να άρχη, γεννημένη διά να απολαμβάνη. Εξηπλωμένη επί εξόχως ηδυπαθούς τοπίου, ως επί μινδεριού [= χαμηλού], σκεπασμένου με Σμυρναίικο χαλί, εν μέσω των υγρών ατμών του Πηνειού, υπό τας τον ίμερον [= θαυμασμός] προκαλούσας αναθυμιάσεις της πέριξ οργώσης φύσεως, με ορίζοντα ηδυπαθώς μελαγχολικόν, η Λάρισα, η χαρεμλίδισσα Λάρισα, δεν είνε φτιασμένη ούτε διά τον βιοπαλαισμόν, ούτε διά την επίπονον και νευρικήν εργασίαν.
Μπέης, μάλιστα. Τσιφλικτσής, τέλος πάντων. Μα παρακεντές [2] ποτέ. Και δυστυχώς, μεθ’ όλον το παρελθόν της, η Λάρισα κινδυνεύει να παίζη το δράμα παρακεντέ της Θεσσαλίας. Και δι’ αυτό ήθελα να ιδώ την Λάρισαν στα μεγαλεία της, στα πλούτη της, στην ισχύν της, τότε ότε εδικαιολογείτο η τουρκική παροιμία: «Λάρσα, Λάρσα, ακήν βάρσα!». Και όχι τώρα που ηρημώθη, που τους ισχυρούς και πλουσίους γαιοκτήμονας διεδέχθη ο εσμός [= συρφετός] των εκ της πάσης ελληνικής γωνίας κατεφυγόντων εις αυτήν διαφόρων δικηγοράκων και δικολαβάκων και συμβολαιογραφάκων και μετεπρατάκων [= εμπορευομένων] και πάντων εν γένει των ποικιλωνύμων βιοπαλαιστάκων.
Και όμως τι ώμορφος τόπος η Λάρισα! Τι ηδυπαθής [= αισθησιακός]! Πώς θα ήθελέ τις να περνά εν αυτή, ολίγους μήνας μέσα σ’ ένα ευρύτατον κονάκι, με ατελείωτα δωμάτια, με πλέον ατελείωτα παράθυρα, μέσα σ’ έναν αχανή κήπον! Με άλογα πολλά στους σταύλους. Άλογα δι’ άμαξαν και άλογα της σέλλας. Με σκύλους πολλούς διά το κυνήγι, με υπηρέτας που να μαντεύουν τας θελήσεις σου από εν νεύμα. Με αποθήκας γεμάτας από κρασί της Νιαούσης και με κελλάρια υπερπλήρη παντός ασιατικού λιχνεύματος [= λιχουδιά, μεζές]. Και ούτω να περνάς ολίγους μήνας τελείας του νου αποναρκώσεως, ολοκληρωτικής απασχολήσεως και απολαύσεως του σώματος. Μακράν της πυρετώδους και νευρικής των Αθηνών ζωής. Θεωρία, απόλαυσις, ύπνος και πάλιν ύπνος, απόλαυσις, θεωρία.
Και με τας σκέψεις αυτάς διολισθαίνω [= ξεγλιστρώ] επί του μαλακού ως σαπούν χαλβάς εδάφους της Λαρίσης ή ανατινάσσομαι σκαιώς επί του παμπαλαίου καλδεριμιού, εντός της αμάξης του φίλου κ. Αναστασιάδου, του υιού του πρώην δημάρχου [3]. Και η περιοδεία παρατείνεται επ’ αρκετόν διά μέσου των ελικοειδών και στενών και στραβοδιβαύλων, αλλά τόσον ρωμαντικών οδών, διότι η Λάρισα, ως γυνή νωχελής και ηδυπαθής, είχεν ανάγκην ευρυτάτης στρωμνής [= πουπουλένιο στρώμα]. Και διερχόμεθα την γέφυραν του Πηνειού, την γέφυραν εφ’ ής είνε αποτυπωμένα τα ίχνη των φευγόντων Ελλήνων [4], εφ’ ής δεν ευρέθη εις Πονιατόφσκης [5] να στήση προπύργιον, φραγμόν ανυπέρβλητον το ηρωικόν κορμί του…
Αλλά την αποκαρδιωτικήν αυτήν σκέψιν μου διαλύει αμέσως το σπάνιον προ εμού θέαμα. Το μικρόν και κομψόν αλσύλιον, η μαλακή και απέραντος πεδιάς, ο Κίσσαβος αριστερά, ο Όλυμπος απέναντι. Και το μαλακόν έδαφος μόλις αποδίδει τον ήχον των τροχών και πλέεις μάλλον ή διφρηλατείς [= οδηγώντας την άμαξα] και το εύφορον θέαμα σε θέλγει [= σε ελκύει], ενώ η πέριξ υγρά, μαλακή, νωχελής φύσις σε ρίπτει εις ηδυπαθείς στοχασμούς.
Βρέχει διαρκώς. Αιχμάλωτος εν τω δωματίω μου, εν τω καλώ ξενοδοχείω της «Γαλλίας» [6], ρεμβάζω παρατηρών το μόνον εν ενεργεία Τζαμί [7] και παραπλεύρως αυτού τα ανάκτορα. Ήθελα να ήξευρα τι είδους σκέψεων περιδινούνται [= περιστρέφονται] εν τω εγκεφάλω του Μουεζίνι. Επεθύμουν να μοι διηγούντο οι τείχοι των ανακτόρων τι δράματα εν αυτοίς διεδραματίσθηκαν κατά τας οικτράς της φυγής ημέρας. Και οι σκέψεις αυταί συμφύρονται [= ανακατώνονται] με τας περί της παρούσης της Λαρίσης καταστάσεως ειδήσεις. Εμπόριον νεκρόν. Βιομηχανία ουδεμία. Πλυθυσμός, ο ήμισυς μετά την κατοχήν. Η Λάρισα νυν αποζή μόνον εκ των εναπολειφθέντων κεφαλαίων, εκ των δικαστηρίων και εκ του στρατού. Αυτό είνε τώρα η Λάρισα. Τι θα γίνη; Δεν είνε δυνατή ουδεμία βελτίωσις; Απέπτη πάσα ελπίς; Βεβαίως όχι! Αντιθέτως προς όσα ίσως άλλοι φρονούσιν, εγώ πιστεύω ότι η Λάρισα δύναται ν’ αναβιώση, ότι είνε δυνατή η ανάστασίς της. Αλλά προς τούτο ανάγκη εργασίας. Και δεν βλέπω διόλου ποίος θα την κάμη αυτήν την εργασίαν. Η Κυβέρνησις; Βεβαίως όχι! Οι νυν βουλευταί Λαρίσης; Ας απαντήσουν!»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Κ. Μιχαηλίδης, «Εκείνοι που φεύγουν: Νικόλαος Σπανδωνής», Παναθήναια (Αθήνα), τ. ΚΣΤ΄, τχ. 305-306 (15-30 Ιουνίου 1913), σ. 91.
[2]. Ο βοηθητικός εργάτης σε ξένα χωράφια. Μεταφορικά αναφέρεται ως ο παρακατιανός, ο τιποτένιος.
[3]. Πρόκειται για τον Ηρακλή Αναστασιάδη ο οποίος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1885. Μετά τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών όπου διακρίθηκε για τις υψηλές του επιδόσεις, εγγράφθηκε στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου των Βρυξελών. Απεβίωσε στις Βρυξέλες 20 ετών στις 26 Ιανουαρίου 1905 σε ηλικία 20 ετών. Βλ. «Νεκρολογία: Ηρακλής Αναστασιάδης», Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 771 (30 Ιανουαρίου 1905).
[4]. Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
[5]. Πρόκειται για τον Πολωνό πρίγκιπα Γιόζεφ Πονιατόφσκι (1763-1813), στρατηγό του Μεγάλου Ναπολέοντα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στη Ρωσία. Πνίγηκε στις 19 Οκτωβρίου 1813, υπερασπιζόμενος τη γέφυρα του ποταμού Έλστερ (Elster), κατά την υποχώρηση των Γάλλων μετά από τη μάχη της Λειψίας (μάχη των Εθνών).
[6]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Το ξενοδοχείον της Γαλλίας», Ελευθερία (Λάρισα), 14 Φεβρουαρίου 2016.
[7]. Πρόκειται για το Γενί (= Νέο) Τζαμί, το οποίο διασώζεται μέχρι σήμερα. Αναγέρθηκε το 1891 και στέγασε κατά περιόδους τη Δημοτική Βιβλιοθήκη (μέχρι το 1940) και το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρισας (1950-2011).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου