Μεταξύ των εκπαιδευτικών που διορίσθηκαν στη Θεσσαλία ήταν και ο Γεώργιος Γέγλες ο οποίος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 9 Απριλίου 1860 και απεβίωσε στην Αθήνα το 1928 [1]. Διδάκτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αποδέχθηκε το 1884 τον διορισμό του ως καθηγητή των Ιερών Μαθημάτων στο Γυμνάσιο των Τρικάλων. Αργότερα των συναντούμε ως καθηγητή Θρησκευτικών στο Γυμνάσιο των Πατρών και στα Βαρβάκεια Εκπαιδευτήρια (Γυμνάσιο και Λύκειο) των Αθηνών, αλλά και ως ιεροκήρυκα στον ιερό ναό της Αγίας Ειρήνης. Ήδη, από το 1887 και μετέπειτα, επιμελήθηκε τα περισσότερα βιβλία των Θρησκευτικών προς χρήση των μαθητών των Ελληνικών Σχολείων και των Γυμνασίων της χώρας και τα οποία ήταν σε χρήση μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920 [2].
Το 1900 εκπόνησε τη μεταδιδακτορική του διατριβή [3] και δύο χρόνια αργότερα (1902) δημοσίευσε το ταξιδιωτικό του χρονικό στους Αγίους Τόπους [4]. Παράλληλα όμως ως λάτρης των περιηγήσεων δημοσίευε κατά περιόδους τις εντυπώσεις του, σε φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του.
Το κείμενο που ακολουθεί και το οποίο αναφέρεται στη διέλευσή του από την Λάρισα, γράφτηκε στα Τρίκαλα στις 20 Σεπτεμβρίου 1884, λίγες δηλαδή ημέρες μετά από την άφιξή του στην πόλη. Δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 1885 στο φιλολογικό περιοδικό «Κυψέλη» που εξέδιδε στη Ζάκυνθο ο διδάκτορας της φιλολογίας Όθων Ρέντζος, ο οποίος μετά από την διακοπή έκδοσης του περιοδικού του (1887), αιτήθηκε τον διορισμό του ως καθηγητή των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο της Λάρισας [5]. Σε αγκύλες αποδίδουμε στη νεοελληνική έννοιες και εκφράσεις του ταξιδιωτικού χρονικού.
«Διωρισθείς παρά της Σεβαστής Κυβερνήσεως καθηγητής του εν Τρικάλοις Γυμνασίου, ώφειλον κατά νόμον, να μεταβώ εις την θέσιν μου, εντός του πρώτου δεκαημέρου του ήδη υπερμεσούντος Σεπτεμβρίου. Χάριν δε των φιλομούσων της «Κυψέλης» αναγνωστών εκτίθημι ενταύθα τας ας ηδυνήθην να συναγάγω εντυπώσεις, επιφυλασσόμενος, όπως, συν τω χρόνω προϊόντι, παρέχω υμίν ότι τερπνόν και ποικίλον προς δημοσίευσιν εκ των ανά τα μέρη ταύτα επικρατούντων εθών και εθίμων.
Εγκατελίπομεν τον Πειραιάν την 9ην μ.μ. ώραν της 5ης Σεπτεμβρίου [1884]. Μετά παρέλευσιν ολίγων λεπτών εθεώμεθα [= βλέπαμε] μακρόθεν των φώτων των δύο Φαλήρων [= Παλαιό & Νέο Φάληρο], η δε νυκτερινή αύρα δι’ ελαφράς πνοής έφερεν αμυδρώς πάνυ [= σε μεγάλο βαθμό] μέχρις ημών την γλυκυτάτην ηχώ της μουσικής του θερινού θεάτρου, την προτιθεμένην οιονεί [= κατά κάποιο τρόπο] να φθάση μέχρις ημών και είτα [= μετά] να εκπνεύση (…). Η νυξ παρήλθεν. Κατά την ανατολή του Ηλίου της 6ης ιδίου [= Σεπτεμβρίου], είχομεν διαπλεύσει επέκεινα [= πέρα από] του ημίσεως του Ευβοϊκού κόλπου, προσεγγίζοντες την πρωτεύουσαν της Ευβοίας Χαλκίδαν (…). Εισήλθομεν εις τον Παγασητικόν, έχοντες ενώπιον ημών το χωρίον Τρίκερι της επαρχίας Βώλου, αφ’ ού [= απ’ όπου] άρχεται η νέα οροθετική γραμμή (…). Δύο ώρας μετά την δύσιν του Ηλίου ηγκυροβολήσαμεν εις Βώλον. Αι λέμβοι περιεκύκλωσαν το ατμόπλοιον, πλην πράγμα σπάνιον διά τους Έλληνας λεμβούχους, ανέμενον την παρά του Λιμεναρχείου άδειαν, όπως ανέλθωσιν επί του πλοίου. Και όντως, μετ’ ου πολύ ερυθρός φανός υψώθη εις ένδειξιν της δοθείσης αδείας, και αυθωρεί [= αμέσως] εξετελέσθη η έφοδος !
Την πρωΐαν της επιούσης [= της επόμενης ημέρας] (7 Σεπτεμβρίου), εξήλθον μετά του καθηγητού του εν Λαρίσση διδασκαλείου και συνταξειδιώτου μου κ. Δ. Γερολάζου [6], όπως ρίψω εν βλέμμα επί της εμπορικωτέρας ταύτης της Θεσσαλίας πόλεως (…). Την 8ην της αυτής ημέρας διευθύνθημεν προς τον Σταθμόν του Σιδηροδρόμου (…). Αίφνης ο κώδων του σιδηροδρόμου αγγέλλει την προσεγγίσασαν ήδη της αναχωρήσεως ώραν ήτοι 8 και ½, έκαστος κατέλαβε τη θέσιν του. Το σημείον εδόθη δι’ετέρας κωδωνοκρουσίας, ανεχωρήσαμεν (…). Μετά παρέλευσιν 40 περίπου λεπτών αφικώμεθα εις τον πρώτον σταθμόν των Φερών, και τούτου μεγαλοπρεπούς, λίαν δε υποδεεστέρου του εν Βόλω. Μετ’ ου πολύ εξεκινήσαμεν διά Λάρισσαν, ακολουθούντες προς Βορράν ευθείαν γραμμήν. Και πάλιν η αυτή απέραντος, ακαλλιέργητος και μονότονος θεσσαλική πεδιάς εξηπλούτο απαύστως ενώπιόν μας».
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ο πατέρας του Σπυρίδων Γέγλες, γεννημένος στη Σαρδηνία, εγκαταστάθηκε με τα αδέλφια του στη Ζάκυνθο το 1823 και πολιτογραφήθηκε πολίτης των Ιονίων Νήσων (υπό Αγγλική προστασία) στις 12 Ιανουαρίου 1824. Το 1839 απαρνήθηκε τον Καθολικισμό και ασπάστηκε το Ορθόδοξο Ανατολικό δόγμα. Βλ. Λεωνίδας Χ. Ζώης, Λεξικόν φιλολογικόν και ιστορικόν Ζακύνθου. Τεύχος Α΄ (Α-Γ). Εν Ζακύνθω: Τυπογραφείον «Ο Φώσκολος» Ν. Σ. Καψοκέφαλου, 1898, σ. 168.
[2]. Γεώργιος Σ. Γέγλες: α) Ερμηνεία εις την επί του όρους ομιλίαν του Κυρίου ημών μετά συνοπτικής εισαγωγής εις την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην προς χρήσιν των Γυμνασίων (Εν Πάτραις 1887), β) Ιερά Ιστορία της Καινής Διαθήκης: (μετά καλλιτεχνικών εικόνων) προς χρήσιν των μαθητών της Β΄ τάξεως των Ελληνικών Σχολείων (Εν Αθήναις, 1903), γ) Ερμηνεία εκλεκτών περικοπών της Καινής Διαθήκης μετ’ εισαγωγής προς χρήσιν των μαθητών της Α, Β΄ και Δ΄ τάξεως των Γυμνασίων (Εν Αθήναις, 1905).
[3]. Γεώργιος Σ. Γέγλες, Ο Φώτιος εν τω σχίσματι: Διατριβή επί υφηγεσία. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Μιχαήλ Ι. Σαλιβέρου, 1900.
[4]. Γεώργιος Σ. Γέγλες, Απ’ Αθηνών εις Ιεροσόλυμα: αναμνήσεις δωδεκαημέρου ταξειδίου. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Μιχαήλ Ι. Σαλιβέρου, 1902.
[5]. Γεώργιος Σ. Γέγλες, «Έν βλέμμα επί της Θεσσαλίας», Κυψέλη (Ζάκυνθος) [Όθων Ρέντζος], έτος Β΄, φ. 20 (Αύγουστος 1885), σ. 289-393. Ο ίδιος δημοσίευσε λίγο αργότερα και τις εντυπώσεις του από την περιήγησή του στα Μετέωρα. Βλ. «Τα Μετέωρα», Κυψέλη (Ζάκυνθος), έτος Β΄, φ. 22 (Οκτώβριος 1885), σ. 429-431 (Γράφτηκε στα Τρίκαλα τον Δεκέμβριο του 1884).
[6]. Ο Δημήτριος Γερολάζος υπήρξε μία εξέχουσα μορφή της εκπαιδευτικής κοινότητος. Αρχικά διετέλεσε καθηγητής φιλολογίας στο Διδασκαλείο Λαρίσης που συστάθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1882 με διευθυντή τον Παναγιώτη Π. Οικονόμου (1851-1931). Παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 1885 που το Διδασκαλείο ανέστειλε προσωρινά τη λειτουργία του. Αργότερα διετέλεσε γυμνασιάρχης του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Λαρίσης και το πρώτο έτος λειτουργίας του (1889-1890).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου