Ευφυείς επιχειρηματίες και οι δύο, ίδρυσαν ένα πολυτελές για την εποχή ξενοδοχείο ύπνου, υπό την επωνυμία «Η Γαλλία», η διάρκεια λειτουργίας του οποίου συνεχίστηκε από τον γιο τους Νικόλαο Μουστάκα μέχρι το 1931, χρονιά που ανέστειλε οριστικά τη λειτουργία του. Πότε όμως ιδρύθηκε το ξενοδοχείο;
Σύμφωνα με τις πηγές, τον Αύγουστο του 1890 ο Αντώνιος Μουστάκας ενοικίασε μία μεγάλη διώροφη κατοικία η οποία ανήκε στην πλήρη κυριότητα του Οθωμανού κτηματία Κερμελή βέη [1]. Το κτίσμα βρισκόταν στην οδό Αχιλλέως (μετέπειτα Βασιλέως Κωνσταντίνου και σημερινή Παναγούλη), παραπλεύρως του κτιρίου του σημερινού ζαχαροπλαστείου Κωνσταντινίδη, που ανήκε και αυτό στην ιδιοκτησία του. Μετά τις απαραίτητες επισκευές η κατοικία διαμορφώθηκε σε πολυτελές ξενοδοχείο, την διεύθυνση του οποίου ανέλαβε η Βαρβάρα Μουστάκα.
Το ξενοδοχείο διέθετε εστιατόριο στο ισόγειο και πολυτελή δωμάτια στον πρώτο όροφο, με εξώστες (μπαλκόνια) τόσο στην πρόσοψη επί της οδού Αχιλλέως, όσο και στις άλλες πλευρές του. Από τους πρώτους μόνιμους πελάτες του αναφέρεται ο οδοντίατρος Θεοδόσιος Πιεράκης, ο οποίος διαμόρφωσε ένα δωμάτιο σε σύγχρονο για την εποχή οδοντιατρείο. Ειδικότητά του ήταν «οι εμφράξεις οδόντων διά χρυσού, πλατίνης και πορσελάνης κατά το Αμερικανικό σύστημα» [2]. Στα επόμενα χρόνια συναντούμε και άλλους οδοντίατρους να χρησιμοποιούν ως ιατρείο το ίδιο δωμάτιο. Τον Κωνσταντίνο Α. Μπρέλη (1907) [3], τον Παναγιώτη Παλαμά (1907) [4] και τον Νικόλαο Ιασεμίδη (1909) [5].
Τον Αύγουστο του 1894 και παράλληλα με τη λειτουργία του προαναφερθέντος ξενοδοχείου, ο Αντώνιος Μουστάκας συνέστησε ένα ξενοδοχείο φαγητού (εστιατόριο) με την ίδια επωνυμία. Το εστιατόριο βρισκόταν στην πλατεία Δικαστηρίων (πλατεία Θέμιδος) και παραπλεύρως του καφενείου του Α. Γαρδίκη (πρώην Βαμβακά). Το κατάστημα στο οποίο στεγάστηκε ανήκε στην κυριότητα της Νεσιμέ Κάδω, χήρας Γιαγχιά πασά (το γένος Χατζή Ιμπραήμ πασά), η οποία το ενοικίασε για έναν χρόνο στον Αντώνιο Μουστάκα (από της 10 Αυγούστου 1894) αντί ετησίου μισθώματος 1.080 δρχ. [6]. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες λειτουργίας του εστιατορίου, ο Μουστάκας συκοφαντήθηκε άδικα από τους ανταγωνιστές του με αποτέλεσμα οι πελάτες να αποφεύγουν το εστιατόριό του. Παρά την επιστολή διαμαρτυρίας που απέστειλε σε συντάκτη τοπικής εφημερίδος, το εστιατόριο ανέστειλε πρόωρα τη λειτουργία του λίγες εβδομάδες αργότερα [7]. Την ίδια περίοδο ο Αντώνιος Μουστάκας με την οικογένειά του, εγκαταστάθηκε στη μεγάλη έπαυλη του κτηματία Νικολάου Ι. Μακρή στη συνοικία Δαρκουρά της Λάρισας (η περιοχή γύρω από την Κεντρική πλατεία), την οποία είχε ενοικιάσει αντί ετησίου μισθώματος 360 δρχ. [8].
Ο Αντώνιος Μουστάκας απεβίωσε στα τέλη της δεκαετίας του 1890. Με τη σύζυγό του Βαρβάρα είχε αποκτήσει δύο παιδιά: τον Δημήτριο και τον Νικόλαο. Ο Δημήτριος ήταν πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1900), ενώ αργότερα πολιτεύθηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων (1910) [9]. Απεβίωσε στις 7 Μαρτίου 1927 και ετάφη στο παλαιό νεκροταφείο της Λάρισας.
Ο Νικόλαος Μουστάκας ήταν αυτός που το 1901 διαδέχθηκε τη μητέρα του στη διεύθυνση του ξενοδοχείου της «Γαλλίας». Τόσο αυτός, όσο και η σύζυγός του Άρτεμις Ν. Μουστάκα (1884-1976),αφοσιώθηκαν τα επόμενα χρόνια στην επιχείρησή τους με αποτέλεσμα το ξενοδοχείο τους να φιγουράρει στις λίστες των πολυτελών ξενοδοχείων των διεθνών τουριστικών οδηγών. Το 1906 πραγματοποίησε εκτεταμένη ανακαίνιση και εγκατέστησε γεννήτρια για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος: «Αθηναϊκώτατον, ή μάλλον Ευρωπαϊκόν κατέστη το γνωστόν Ξενοδοχείον της Γαλλίας του φιλοπροόδου νέου κ. Νικολάου Μουστάκα, με την διαρρύθμισιν των δωματίων, την εν αυτοίς εγκατάστασιν ηλεκτρικών κωδώνων, τα καινουργή έπιπλα, την καθαριότητα, την ευμάρειαν και την προθυμοτάτην υπηρεσίαν του» [10].
Το ξενοδοχείο έγινε ευρέως γνωστό στο πανελλήνιο, όταν στις 8 Μαρτίου 1907 μεταφέρθηκε σε αυτό η σωρός του δολοφονηθέντος Μαρίνου Αντύπα, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα μέχρι την κηδεία του η οποία πραγματοποιήθηκε στο Ομόλιο στις 11 Μαρτίου 1907.Στις «άτυχες» στιγμές της επιχείρησης αναφέρεται το 1903 η αυτοκτονία του 19χρονου ξενοδοχοϋπαλλήλου Ηρακλή Ψαριάδη [11].
Ο Νικόλαος Μουστάκας διηύθυνε την επιχείρηση μέχρι το 1931. Την ίδια χρονιά αποσύρθηκε και το ξενοδοχείο ανέστειλε οριστικά τις εργασίες του. Στις 31 Ιανουαρίου 1932 το κτίριο το οποίο είχε περιέλθει στη Διαχείριση των Ανταλλαξίμων της Εθνικής Τράπεζας, εκτέθηκε σε πλειοδοτική δημοπρασία, αντί αρχικού τιμήματος 720.000 δρχ. [12]. Το ξενοδοχείο περιήλθε στην κυριότητα των Ιωάννη Κουλούντζου και Αθανασίου Μέλιου, οι οποίοι το λειτούργησαν υπό την επωνυμία «Παλλάς».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Είχε στην κυριότητά του όλη την περιοχή που περικλείεται από τις σημερινές οδούς Ασκληπιού, Κύπρου και Παναγούλη. Βλ. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Το κονάκι του Κερμελή βέη», Ελευθερία (Λάρισα), φ. 32861 (11 Οκτωβρίου 2015).
[2]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 52 (26 Σεπτεμβρίου 1890).
[3]. Ο Μπρέλης κατά τη διάρκεια της παραμονής του είχε τοποθετήσει στο μπαλκόνι του δωματίου την επιγραφή: «Οδοντιατρική Κλινική», διαφημίζοντας τις παρεχόμενες υπηρεσίες του. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 874 (28 Ιανουαρίου 1907), φ. 883 (1 Απριλίου 1907).
[4]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 892 (3 Ιουνίου 1907) και φ. 924 (20 Ιανουαρίου 1908).
[5]. Μικρά (Λάρισα), φ. 382 (1 Ιανουαρίου 1909).
[6]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 046 [1894], αρ. 16723 (13 Αυγούστου 1894).
[7]. «Κύριε Συντάκτα, Τινές καλοθεληταί μου διά να απομακρύνουσι τους πελάτας μου διαδίδουσι σκοπίμως ότι εν τω ξενοδοχείω μου μαγειρεύω κρέατα αιγός, το τοιούτον είνε ψευδέστατον και παρακαλώ την Σ. Αστυνομίαν να επιθεωρή καθ’ ημέραν την κουζίνα μου προς φήμωσιν των κακών στομάτων. Αντώνιος Μουστάκας». Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 250 (31 Αυγούστου 1894).
[8]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 050 [1895], αρ. 18082 (13 Μαΐου 1895).
[9]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 100 (18 Μαρτίου 1900) και Μικρά (Λάρισα), φ. 29/483 (25 Νοεμβρίου 1910).
[10]. Μικρά (Λάρισα), φ. 268 (14 Ιανουαρίου 1907).
[11]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 689 (6 Ιουλίου 1903).
[12]. Η δημοπρασία επαναλήφθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1932 με προσφορά 787.500 δρχ. Βλ. Ελευθερία (Λάρισα), φ. 3297 (16 Ιανουαρίου 1932) και φ. 3315 (3 Φεβρουαρίου 1932).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου