Το ημερολόγιο έγραφε 16 του Δεκέμβρη 1974, κι ο Λαός της Αθήνας, στο άγγελμα του θανάτου, του περισπούδαστου δασκάλου και απροσκύνητου αγωνιστή της Ελευθερίας και της Ειρήνης ξεχείλιζε απ’ όλες τις φτωχογειτονιές της πόλης, για να βρεθεί στην πάνδημη αυτή κηδεία, να αποχαιρετήσει τον άνθρωπο, τον ποιητή, τον ασυμβίβαστο οραματιστή της Ελλάδας, αλλά και να διαδηλώσει για άλλη μία φορά ευκαιριακά (μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείο – τον Νοέμβρη του ΄73) κατά της στεγνής φασιστικής δικτατορίας, τραγουδώντας στους δρόμους της λαοθάλασσας, τους «Μοιραίους» και τον «Οδηγητή» του ίδιου.
Πέρασαν 45 χρόνια από τον θάνατό του, και 135 από τη γέννησή του, το 1884, στον Πύργο της Βουλγαρίας, απ’ όπου ήρθε ως αριστούχος επιλαχών (τον έστειλε το κράτος της Βουλγαρίας) με υποτροφία στη φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, το 1902, για να τελειώσει τη φιλοσοφική, αριστούχος και πάλι εδώ, παίρνοντας τη δεύτερη ελληνική υποτροφία, για ανώτερες σπουδές στην πόλη του φωτός το Παρίσι, με επιστροφή στον τόπο της καταγωγής του (αφού ήταν Ελληνας της διασποράς της Ανατολικής Ρωμυλίας) όπου διέμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Στο σημείωμά μας αυτό σήμερα, δεν θα αξιολογήσουμε το λογοτεχνικό, το ποιητικό, το πεζογραφικό έργο του Κ. Βάρναλη. Δεν θα παρουσιάσουμε κριτικά τον γίγαντα αυτόν της Νεοελληνικής Γραμματείας, Κώστα Βάρναλη, ούτε τον Λογοτέχνη – Ποιητή και Πεζογράφο της Ρωμιοσύνης (το έχουν κάνει πολλοί άλλοι ειδικοί, αρμοδιότεροι από εμάς – και θα το κάνουν εσαεί αμέτρητοι ακόμα) καμία πρόθεση τέτοια δεν έχουμε. Εμείς μονάχα θα σκιαγραφήσουμε αμυδρά και μνημειακά, τον πολυτάλαντο δημόσιο καλαμαρά, την ύπαρξή του και τη μορφή του την επαναστατική αποφθεγματικά, με αφορμή την επικαιρότητα, σαν σήμερα πριν 45 χρόνια, που έφυγε στα ενενήντα του χρόνια από τη ζωή, για να θυμηθούμε έναν ρωμαλέο άνθρωπο της γενιάς του Ν. Καζαντζάκη, του Α. Σικελιανού, του Μ. Αυγέρη, του Δ. Γληνού, που συμπορεύτηκαν (σχεδόν ολοζωής) ιδεολογικά και πολιτικά, στις Τέχνες και στα Γράμματα, που ανήκε ο γενναίος αυτός λαϊκός μας ποιητής.
Αυτός ο μέγας φαροδείχτης της αλήθειας, ο μαχητής της κοινωνικής δικαιοσύνης και της χιλιάκριβης της λευτεριάς, κοντά μισόν αιώνα πάλευε – όπως μας γράφει – στην «Αυτονεκρολογία» του, για τη δικιά του λευτεριά και τη λευτεριά των άλλων. Από μωρό τον μπούκωναν με τη «Μεγάλη Ιδέα» κρύβοντάς του τον πιο αιμοβόρο οχτρό του: «να ’μαι του ξένου ο πάτος, να μισώ και να καταφρονώ τ’ ανόσιο πλήθος». Τα σκολειά του τα κλείνανε τα μάτια. Μα η ζούγκλα των ολίγων και τα «καταραμένα» τα βιβλία του τα’ ανοίγαν, κι ολάνοιχτ’ απομείναν ως το τέλος.
Στρατευμένος υπηρέτης της πέννας, αταλάντευτος, ανυπόκριτος και συνεπής στη μαρξιστική κομουνιστική ιδεολογία μέχρι τον θάνατό του. Η στάση του αυτή και όλες οι συμπεριφορές του εκτιμήθηκαν και εκτιμούνται από τον λαό και τον προοδευτικό πνευματικό κόσμο, παρότι πολεμήθηκε και πολεμιέται από τους συντηρητικούς κύκλους – αν και κάποιοι από αυτούς, του αναγνωρίζουν τις αρετές του ήθους και την προσήλωσή του στον άνθρωπο και στον λαό.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραφε στην εφημερίδα το «ΒΗΜΑ», από τότε που τον πρωτογνώρισα μέχρι τον θάνατό του ήταν παλικάρι. Όλες οι δραστηριότητες ήταν ανιδιοτελείς, δίχως καμιά ανταμοιβή. Δεν μπήκε ούτε στην Ακαδημία ο Βάρναλής, ως ένας από τους καλύτερους ποιητές, καθώς τον αισθάνεται όλος ο ελληνικός κόσμος, που αναγνώρισε την πανανθρώπινη αξία του. Ωστόσο ο Βάρναλης, όπως και ο Γ. Κορδάτος και ο Δ. Γληνός, τοποθετήθηκε στη θέση του πατριάρχη της προοδευτικής διανόησης του τόπου μας από το λαϊκό κίνημα.
Εκείνο, πάντως, που βγαίνει ως τελικό διαπιστωτικό συμπέρασμα από το περισπούδαστο ποιοτικό του έργο – διαβάζοντας κανείς τα άπαντά του – είναι ότι ο Κ. Βάρναλης άφησε πλούσια πνευματική, διανοητική, διδαχτική και φιλοσοφική παρακαταθήκη, όχι μόνον στην απανταχού ρωμιοσύνη άλλα σε όλον τον κόσμο, γι’ αυτό και μεταφράστηκε και θα μεταφράζεται για πολλά χρόνια ότι έγραψε ανελλιπώς. «Το φως που καίει», θα φωτίζει πάντοτε τα πηχτά σκοτάδια της ζωής και θ’ ανοίγει τους πνευματικούς ορίζοντες της ανθρωπότητας και οι «Σκλάβοι Πολιορκημένοι» θα εξεγείρονται και θα επαναστατούν διαβάζοντας τον Βάρναλη.
Από τον Δημήτρη Τσικούρα, λογοτέχνη