Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Βερολίνο, στη Βιέννη, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στην Ρώμη. Έλαβε τον τίτλο του διδάκτορος Αρχαιολογίας από τα Πανεπιστήμια της Ρώμης (1899) και των Αθηνών (1901), ενώ στη συνέχεια διορίσθηκε καθηγητής στο Διδασκαλείο Πελοποννήσου (Τρίπολη) και στις σχολές της Αλεξάνδρειας (Αίγυπτος) και της Χάλκης (Κωνσταντινούπολη). Πραγματοποίησε δεκάδες ανασκαφικές έρευνες στη Θεσσαλία και στην Αττική, ενώ συνέγραψε εκατοντάδες μελέτες και άρθρα σχετικού ενδιαφέροντος σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά. Το 1926 διορίσθηκε τακτικός καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Απεβίωσε το 1938.
Ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Λάρισα το 1906, χρονιά κατά την οποία είχε διορισθεί έφορος αρχαιοτήτων στη Θεσσαλία με έδρα τον Βόλο. Αντικατέστησε τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα (1857-1934), ο οποίος είχε προσφέρει μέχρι τότε αξιόλογο έργο στη διάσωση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων: Μαρμάριανη (1899), Βόλος (1901), Σέσκλο και Δημηνιό (1901-1903). Στη Λάρισα όμως δεν είχε πραγματοποιήσει ανασκαφές. Από την απελευθέρωση της πόλης (1881) και μετέπειτα, είχαν ανευρεθεί (οι περισσότερες τυχαία) σημαντικές αρχαιότητες. Χρέη επιμελητών αρχαιοτήτων εκτέλεσαν κατά περιόδους (αφιλοκερδώς), ο καθηγητής της Γαλλικής Νικόλαος Κλεινίας (1882), ο Γυμνασιάρχης Γεώργιος Ζηκίδης (1901), ο καθηγητής Π. Δ. Κουβελάς (1903), ο καθηγητής Αχιλλέας Τζάρτζανος (1904) καθώς και ο ιδιώτης Αχιλλεύς Πανάγος που διέσωσε πολλά αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν κατά την ανέγερση της ιδιόκτητης κατοικίας του δίπλα από το παλαιό Επισκοπείο και τον τότε ναό του Αγίου Αχιλλίου [1].
Ελλείψει όμως πόρων οι ανευρεθείσες αρχαιότητες φυλάσσονταν στα υπόγεια του πρώην Διδασκαλείου, της Δημαρχίας, στο προαύλιο των Δικαστηρίων καθώς και στις οικίες ιδιωτών. Πρώτο μέλημα του Αρβανιτόπουλου ήταν η εξεύρεση κατάλληλου γηπέδου «όπως εν αυτώ ανεγερθή Μουσείον Αρχαιολογικόν ικανόν να περιλάβη ου μόνον τας υπαρχούσας ήδη εν τη πόλει μας αρχαιότητας, αλλά και εκείνας έτι, άς αι ενεργηθησόμεναι μετ’ ού πολύ ενταύθά τε και εν τοις πέριξ ανασκαφαί θα φέρωσιν εις φως» [2]. Με ενέργειες του τότε δημάρχου της Λάρισας Αχιλλέα Αστεριάδη βρέθηκε ένα κτίριο «όπερ εκ της λαμπράς αυτού τοποθεσίας θεωρείται ως το καταλληλότερον σήμερον προς τοιούτον τινά σκοπόν». Και ασφαλώς επρόκειτο για το Οθωμανικό τέμενος του Ομέρ βέη, που βρισκόταν σε υπερυψωμένη θέση παρά τη γέφυρα του Πηνειού. Ο Αχιλλέας Αστεριάδης έπεισε τη Βακουφική Επιτροπή να παραχωρήσει το τέμενος (αντί ενοικίου) στον Δήμο της Λάρισας για μία εικοσαετία. Με έξοδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσία το τέμενος θα ανακαινιζόταν και θα μεταφέρονταν εκεί όλες οι αρχαιότητες της πόλης.
Στην πρόταση όμως αυτή, αντέδρασε το Υπουργείο των Εσωτερικών το οποίο δεν την αποδέχθηκε. Το Υπουργείο πρότεινε στον Δήμο Λαρίσης να φροντίσει για την εξεύρεση ενός κατάλληλου οικοπέδου για την ανέγερση του Μουσείου. Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου παραχωρήθηκε ένας χώρος στον λόφο του Φρουρίου και εγκρίθηκε πίστωση 6.000 δρχ. για τα έξοδα κατασκευής παραπηγμάτων. Στον χώρο αυτό μεταφέρθηκαν τον Απρίλιο του 1907 οι αρχαιότητες που βρισκόταν στο προαύλιο των Δικαστηρίων [3] και στα υπόγεια της Δημαρχίας και του Διδασκαλείου.
Στις 20 Οκτωβρίου 1909 ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος ενοικίασε και παρέδωσε στον καφεπώλη Ζήση Δημητρίου «το επί της Ακροπόλεως Φρουρίου προορισμένον δια Αρχαιολογικόν Μουσείον διά τρία ολόκληρα συνεχή έτη, με τίμημα για όλη την τριετία 1.350 δραχμές». Το τίμημα αυτό θα κατέβαλε ο ενοικιαστής Ζήσης Δημητρίου τμηματικά στον έφορο Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου του Δημοσίου και της Αρχαιολογικής Εταιρείας [4].
Το γεγονός όμως που χαρακτήρισε το επιστημονικό έργο του Αρβανιτόπουλου στη Λάρισα, ήταν οι συστηματικές ανασκαφές που πραγματοποίησε για την ανακάλυψη του αρχαίου θεάτρου της πόλης, στη συμβολή των τότε οδών Μακεδονίας (Βενιζέλου) και Ακροπόλεως (Παπαναστασίου). Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν, ότι τα ερείπια του Αρχαίου Θεάτρου είχαν ανακαλυφθεί ήδη από το 1902 κατά τη διάρκεια εργασίες θεμελίωσης οικοδομής δίπλα στο καπνοπωλείο του Κ. Βλαχάκη: «Ανασκαπτομένου του υπογείου ανεγειρομένης τινός οικοδομής ευρέθη τμήμα αρχαίου τείχους εκ κανονικών κυβικών πωρωδών ογκολίθων εις βάθος δύο έως τριών μέτρων από της επιφανείας της παρακειμένης οδού. Τούτο κατά τους ενταύθα αρχαιολογούντας είναι μέρος του περιβόλου παρά τα παρασκήνια του αρχαίου Θεάτρου, ού ως γνωστόν ότι και νυν σώζονται υπό το Ωρολόγιον τα εδώλιά του» [5]. Η δημοσίευση αυτή «ανάγκασε» τον Γερμανό αρχαιολόγο Hans von Prott (1869-1903) να έλθει για λίγες ώρες στη Λάρισα ώστε να δει από κοντά τα ευρεθέντα. Παρά τα δημοσιευθέντα άρθρα υπό του εκδότη της εφημερίδος «Σάλπιγξ» Μιχαήλ Τσόγκα, για τις λεπτομέρειες της ανασκαφής και των ευρημάτων [6], καθώς και για τις παραλείψεις των υπευθύνων που «επέτρεψαν εις τους κερδοσκόπους οικοπεδούχους να αναγείρωσι ανεξέλεγχτα οικίας και μαγαζεία», οι εργασίες που προσωρινά είχαν σταματήσει, ξανάρχισαν και ο χώρος μπαζώθηκε. Επομένως όλα αυτά ήταν γνωστά στον Αρβανιτόπουλο όταν ξεκίνησε τις ανασκαφές του Αρχαίου Θεάτρου, που συνεχίστηκαν δεκαετίες αργότερα με το εκπληκτικό σημερινό αποτέλεσμα.
«Η αξία του έργου του Αρβανιτόπουλου είναι αδιαμφισβήτητη. Με τα πενιχρά μέσα που διέθετε τότε η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η αδιάκοπη προσπάθειά του για τη διάσωση, την προστασία και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων, αλλά και για την οργάνωσή της γενικότερα στην περιοχή της Θεσσαλίας, καθιστά τον Αρβανιτόπουλο «ηρωϊκή» φυσιογνωμία αφήνοντας σημαντικό έργο στην πολιτιστική κληρονομιά αλλά και στους μελλοντικούς ερευνητές» [7].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 725 (21 Μαρτίου 1904) και φ. 726 (28 Μαρτίου 1904).
[2]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 859 (15 Οκτωβρίου 1906).
[3]. Μικρά (Λάρισα), φ. 294 (22 Απριλίου 1907).
[4]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Το υπαίθριο αρχαιολογικό μουσείο της Λάρισας», Ελευθερία (Λάρισα), φ. 32767 (8 Ιουλίου 2015).
[5]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 651 (13 Οκτωβρίου 1902).
[6]. Ειδικά για τους αρχαιολόγους σημειώνουμε τα δημοσιεύματα του Μιχαήλ Τσόγκα που περιγράφουν αναλυτικά τα τότε ευρήματα του θεάτρου: Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 653 (27 Οκτωβρίου 1902), φ. 654 (1 Νοεμβρίου 1902), φ. 655 (10 Νοεμβρίου 1902), φ. 657 (24 Νοεμβρίου 1902), φ. 659 (8 Δεκεμβρίου 1902) και φ. 661 (22 Δεκεμβρίου 1902).
[7]. Βάσω Ροντήρη, Θεσσαλική Νεολιθική Κεραμεική (Διδακτορική διατριβή), ΑΠΘ (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας), Θεσσαλονίκη 2009, σ.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου